ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

ΤΑΚΗΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ - ΑΡΧΕΙΑΚΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

ΑΡΧΕΙΑΚΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
ΑΠΟ ΤΗ ΖΙΩΨΗ & ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ
(Του Τάκη Ευθυμίου)

   Ασπρόκαμπος 1939. Πασχαλιάτικο γλέντι πριν τη στράτευση των νέων,
λίγο προτού ξεσπάσει ο πόλεμος, το 1939.



 Κάτοικοι της Ζιώψης & του Αγίου Γεωργίου
σε μια ανάπαυλα της πορείας τους για προσκύνημα
στο μοναστήρι της παναγίας της  Προυσιώτισσας.


Ο θέρος, αν και κουραστική γεωργική εργασία, αναμενόταν με ανυπομονησία από τους γεωργούς, αφού τότε αμείβονταν οι κόποι τους. Παραπάνω γραφικό στιγμιότυπο από θερισμό σιτηρών στα ψωμοτόπια της γενέτειράς μας από τους αδερφούς Γεώργιο και Σταύρο Κορέλη, συντροφιά με τις γυναίκες τους (1961).


  Στον Αη Γιάννη το Νηστευτή οι λεβεντονιοί απολαμβάνουν την παρέα τους.
 Από αριστερά: Τσιαχρής Βάγγιος, Πατρίκαλος Γιώργος, Κατσαρής και Προβόγιαννος από το Παλαιόκαστρο.
Ανάμεσά τους η Βαγγελιώ Ζιώγα, το 1950.


  Η Μαρία Αντωνοπούλου και η Χρύσω Ριτσώνη ποτίζουν τις αγελάδες τους
στις παλιές βρυσομάνες της Ζιώψης, το 1970.


Η χαρά του κυνηγού είναι να σκοτώσει λαγό, με τη βοήθεια του κυνηγόσκυλου.
Εδώ ο Γεροθανάσης Βασίλης  μια χαρά  τα κατάφερε στα πλούσια πάτρια κυνηγοτόπια (1970).

Η πορεία προς τη συντροφικότητα.
 Γαμήλια τελετή, όπου η νύφη Ευγενία καβάλα σε άσπρο άλογο
πορεύεται από τον Αη Γιώργη στη Ζιώψη,
για να συναντήσει το γαμπρό Κώστα Θεοδοσόπουλο,  το 1955.



Ο Κ. Αλεξίου ή «Γυφτοστέργιος», αν και ξενοχωρίτης, συμμετείχε ενεργά με το βιολί του σε όλες τις χαρούμενες εκδηλώσεις των κατοίκων της Ζιώψης. Υπήρξε γραφική φυσιογνωμία, όμως,  ήταν αγαπητός σε όλους  για την απλότητά του και για τη δεξιοτεχνία, που έπαιζε  το βιολί του.


  Γάμος στο Λυτόσελο με ντόπια νύφη και γαμπρό από τη Ζιώψη.
Ο χρόνος θάμπωσε τις μνήμες και είναι δύσκολο ν’ αναγνωριστούν πρόσωπα και  γεγονότα εκείνης της εποχής.


Γάμος στο Λυτόσελο με ντόπια νύφη και γαμπρό από τη Ζιώψη.
Ο χρόνος θάμπωσε τις μνήμες και είναι δύσκολο ν’ αναγνωριστούν
πρόσωπα και  γεγονότα εκείνης της εποχής.






Δεκαετία του 1950. Ομορφοντυμένοι νεαροί της Ζιώψης χορεύουν σε χωμάτινη αυλή, συνοδεία γραμμόφωνου. Πρώτος σέρνει  το χορό ο Γιάννης Β. Γόνης και ακολουθούν: Νίκος Κουτσούμπας,  Βαγγέλης  Αντωνόπουλος,  Ηλίας Αντωνόπουλος και  Πάνος Β. Γόνης.




Το πρώτο παλιό ξωκλήσι του Αη-Χαράλαμπου που έχτισε ο Σεραφείμ Προβόπουλος, γερασμένο απ’ το χρόνο.  Εκεί τα πρώτα χρόνια, στη μνήμη του αγίου, γινόταν κανονικό, τρικούβερτο πανηγύρι, όπου  ο κόσμος της Ζιώψης συμμετείχε μαζικά, πίνοντας και διασκεδάζοντας ως το σούρουπο.





Ο Γιώργος Τσώνος, στη δεκαετία του ‘50, στην Αγία Παρασκευή, όπου εξυπηρετούσε  τους πανηγυριώτες με νόστιμα ψητά και γλυκόπιοτο κρασί. Στο φωτογραφικό στιγμιότυπο, ο ίδιος με τους χωριανούς του Γεωργούλα Γεωργαντά και Μήτσο Μητσάκη




Το παραδοσιακό σφάξιμο του γουρουνιού με τη χαντζάρα από τον Γεροθανάση Βασίλη
και άλλους συγχωριανούς του στη δεκαετία του 1960.



Παραδοσιακή, ντόπια ορχήστρα, αποτελούμενη από τους: Σπύρο Συλεούνη (βιολί), Βασίλη Συλεούνη (κλαρίνο), Λαμπράκη Κουμαντάνο (Σαντούρι-σβάρνα), Βαγγέλη Ριτσώνη (λαούτο), που συνόδευε πάντα τους πανηγυριώτες στο χορό.




Μετά το προσκύνημα στους Αγίους Αποστόλους, οι χωριανοί μαζεύονταν κάτω
απ’ τις γέρικες, βακούφικες βελανιδιές και διασκέδαζαν σαν μια συντροφιά.




Μια χαρούμενη αγκαλιά οι Θεοδοσοπουλαίοι – Καρκαναίοι - Προβοπουλαίοι και άλλοι πανηγυριώτες γευματίζουν κάτω από τις γέρικες βελανιδιές στον Αη-Γιάννη, το 1959.




Πανηγυριώτικη συντροφιά, από δεκατρία άτομα που διακρίνονται στη φωτογραφία, 
διασκεδάζει με φαγοπότι και με τους γλυκούς ήχους των παραδοσιακών οργάνων.


  Ο αραμπατζής Πατρίκαλος Κώστας με την ιδιόκτητη άμαξά του, που την έσερναν τρία γεροδεμένα άτια, εξυπηρετούσε τους κατοίκους του Αη-Γιώργη και των περιχώρων στις μεταφορές τους, από το 1925.




Αγιωργίτες  εργάτες  κατασκευάζουν  παλαίστρες στο  Σπερχειό στη δεκαετία του 1950. 
Εδώ  ξεκουράζονται και κολατσίζουν στον  αφιλόξενο  χαλιά του ποταμού.




Η γερόντισσα Ελένη Λ. Καρκανοπούλου οργώνει τα σιταροχώραφα,
με το  ξύλινο αλέτρι  και το  υνί που το  σέρνουν  τα γαϊδουράκια της,  στου  Στρωμνού και  στα Λιβάδια.


  Ο παραδοσιακός αλωνισμός με άλογο σε αλωνότοπο στις Μανώλες,
όπου κατοικούσε ο εικονιζόμενος, αριστερά, Γεροθανάσης Βασίλης.

 Ο Αλέξανδρος Θεοδοσόπουλος  ντυμένος τη βλάχικη κάπα του τσέλιγκα Γιώργου Αντωνόπουλου.


Φιλικό συναπάντημα στον παραδοσιακό καφενέ
του αείμνηστου Γιώργου Τσώνου, στη δεκαετία του 1970.

 
Αγιωργίτες και Αγιωργίτισσες διασκεδάζουν στο πανηγύρι της Παναγίας.


Αγιωργίτες κυνηγοί παίρνουν μια ανάσα στα πάτρια κυνηγοτόπια.


Βαρυχειμωνιά στη δεκαετία του 1950 στο χωριό μας.

ΤΑΚΗΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ - ΖΙΩΨΗ

                              Η Ζιώψη στο χώρο και στο χρόνο           
Η Ζιώψη, βρισκόταν χτισμένη σε πανοραμική θέση στις δυτικές πλαγιές της Όθρης, σε υψόµετρο 650 µ. Οι πρώτοι κάτοικοί της εµφανίσθηκαν πριν το 1800. Σύµφωνα µε µαρτυρίες, αλλά και χάρτη εποχής του Γάλλου περιηγητή Πουκεβίλ, που επισκέφθηκε την περιοχή µας, η πρωταρχική ονοµασία του χωριού εµφανίζεται ως Ζόπα και είναι πιθανότατα σλαβικής ρίζας και προέλευσης. Αργότερα και πριν την επανάσταση του 1821 παρουσιάζεται ως Ζόπεση. Μετά την ανεξαρτησία της πατρίδας µας από τους Τούρκους, έλαβε την οριστική ονοµασία Ζιώψη, από παραφθορά αυτών των λέξεων: Ζόπα - Ζόπεση - Ζιώψη. Για την ονοµασία της επικρατούσε µεταξύ των κατοίκων της και άλλη άποψη, ότι, δηλαδή, οφείλεται στη σύνθεση των λέξεων: ζωή και όψη, επειδή ακριβώς το χωριό παρoυσίασε κάποτε έντονη ζωτική δραστηριότητα, ύστερα από περίοδο παρακµής. Μάλιστα, επί τουρκοκρατίας, η Ζιώψη ήταν το κέντρο συγκέντρωσης των σιτηρών της περιοχής και τροφοδοτούσε (έδινε ζωή = Ζιώψη) όλους τους κατοίκους των γειτονικών χωριών. Το βέβαιο είναι ότι η συχνή επανάληψη των λέξεων Ζόπα - Ζόπεση ή ζωή και όψη στις συζητήσεις, καθώς και η επίδραση της ρoυµελιώτικης ντοπιολαλιάς, έπλασαν την oνoµασία Zιώψη.

Η Ζιώψη, ως οικισµός, µέχρι την επανάσταση του 1821, βρισκόταν αποµονωµένη στην απόκρυφη θέση Μπζιάκα, όπου σήµερα διέρχεται το κλησόρεµα και επεκτεινόταν νότια, µέχρι το ξωκλήσι του Αη - Θανάση, µακριά από την αρπακτική διάθεση και επιρροή των αλλόθρησκων Τούρκων. Ως αποµεινάρια αυτού του παλιότερου οικισµού σώζονταν, µέχρι πρόσφατα, µαυροσκαµνιές και τάφοι, που φανέρωναν την ύπαρξη νεκροταφείου.



 Η συμμετοχή των κατοίκων στους αγώνες
για την ελευθερία
 Αθρόα και γενναία υπήρξε και η συμμετοχή των κατοίκων της Ζιώψης στην επανάσταση του 1821. Σαράντα εννέα απ' αυτούς είναι καταγεγραμμένοι στα Αρχεία Αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, που βρίσκoνται στην Εθνική Βιβλιοθήκη, καθώς και στο Αρχείο Αριστείων του κράτους. Οι ίδιοι οι αγωνιστές, ως κάτοικοι της Ζιώψης, είχαν υποβάλει με αίτησή τους τα πιστοποιητικά οπλαρχηγών στο τότε Υπουργείο Πολέμου, κατά τα έτη 1843-44, και έλαβαν, τιμής ένεκεν, βαθμoύς αξιωματικών, καθώς σιδερένια και χάλκινα αριστεία, για την προσφορά τους στην πατρίδα. Ορισμένα επίθετα αυτών των αγωνιστών διατηρήθηκαν και μεταβιβάσθηκαν αυτούσια στους σημερινούς απογόνους τους. Αυτά είναι: Γόνης, Θεοδοσόπουλος, Θεοδωρόπουλος ή Κοτσώνης, Kαλύβας, Καραγιάννης, Καρκάνης, Καρκανόπουλος, Κορέλης, Παπαδόπουλος, Προβό-πουλος και Στεφανής. Τα άλλα ή λησμονήθηκαν, επειδή μετοίκησαν ή μεταλ-λάχθηκαν όπως από Αϋφαντής, σε Υφαντής και  από Λουτόπουλος, σε Λυτό-πουλος. Αναλυτική μνεία για όλους αυτούς τους αγωνιστές κάνει ο Νικόλαος Κ. Αντωνόπουλος στο βιβλίo του: «Η Δυτική Φθιώτιδα στη Φωτιά του ‘21».
Μετά την απελευθέρωση από του Τούρκους, όπως όλη η ορεινή ύπαιθρος του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, έτσι, και η Ζιώψη υπέφερε από τις αρπαχτικές επιδρομές των ληστοσυμμοριτών, που κατέφευγαν εκεί, για να γλιτώσουν τη σύλληψη από τα απoσπάσματα Εθνοφυλακής. Οι πιο επικίνδυνοι λήσταρχοι που έδρασαν στην περιοχή μας, τότε, ήταν: ο Πατσιαούρας, ο Γουλοκώστας, ο Παρούσης, ο Κουρέλης, ο Μασόλας, ο Γεωργαλής, ο Αρκουμάνης, ο Καραχάλιος, ο Xoλέβας, ο Koυκoβίνoς, ο Κυριάκος, ο Χοσάδας και ο Γιαταγάνας. Όλοι τους ήταν ανεπιθύμητοι και οι κάτοικοι εκστόμιζαν εναντίον τους βαριές κατάρες. Το τέλος τους ήταν τραγικό. Ή σκοτώνονταν στις ενέδρες της Εθνοφυλακής ή σάπιζαν στις φυλακές των Σαλώνων.
Αλλά και στους επόμενους πολέμους, που ταλάνισαν την πατρίδα μας, οι κάτοικοι της Ζιώψης έδωσαν δυναμικά το παρόν. Στους Βαλκανικούς πολέμους των ετών 1912­-1913, πότισαν με το αίμα τους το δένδρο της ελευθερίας εφτά (7) νέοι της Ζιώψης.
Στη Μικρασιατική εκστρατεία (1918-1922), επίσημα, εμφανίζονται να έχασαν τη ζωή τους στα πεδία των μαχών είκοσι δύο (22), συνολικά, προγονοί μας. Τυχεροί φάνηκαν όσοι κατάφεραν να επιστρέψουν ζωντανοί στο χωριό τους. Φυσικά, αρκετοί απ' αυτούς γύρισαν σακάτηδες.
Με την ανασύσταση του νέου ελληνικού κράτους, τόσο ο Καποδίστριας, όσο και η Αντιβασιλεία με τον Όθωνα εργάσθηκαν με ζήλο, είναι αλήθεια, για τη δημιουργία τακτικού ελληνικού στρατού στα ευρωπαϊκά πρότυπα. Εκείνο που θεωρείται αξιοπρόσεχτο, όσον αφορά την υποχρεωτική θητεία, είναι ο θεσμός της αντικατάστασης κληρωτών, που επέτρεπε σε κάποιον ν' αντικαθίσταται από κάποιον άλλο, με κοινά αποδεκτούς όρους, που επικυρώνονταν ενώπιον συμβολαιογράφου. Ο θεσμός της αντικατάστασης στρατευσίμων υπήρξε συνη-θισμένο φαινόμενο, επειδή τα κίνητρα δοσοληψίας ήταν δελεαστικά. Οι καλοστεκούμενοι οικονομικά νοικοκυραίοι αναζητούσαν αντικαταστάτες από τις ορεινές κοινότητες, προσφέροντάς τους αξιόλογα ποσά, για την εποχή εκείνη. Αυτόματα, γύρω απ' αυτή την υπόθεση δραστηριοποιήθηκε ένας μικρόκοσμος από εγγυητές, οικονομικούς παράγοντες, νομικούς κλπ. Η υπόθεση, όμως, αυτή δοκιμάστηκε ως προς την αξιοπιστία της, ξεπερνώντας, συχνά, τα όρια της νομιμότητας, με αποτέλεσμα να απαγγελθούν κατηγορίες κατά των νομικών και φυσικών προσώπων. Ο θεσμός αυτός ίσχυσε νομοθετικά καθ' όλη τη διάρκεια του 19°U αιώνα. Πλούσιο αντιπροσωπευτικό αρχειακό υλικό υπάρχει στο Ιστορικό Αρχείο Λαμίας. Μια τέτοια περίπτωση αντικατάσταση κληρωτού έχουμε και στη Ζιώψη, όπου ο Ζιωψιώτης Κων/νος Παπαποστολόπουλος αντικαταστάθηκε από τον επαγγελματία στρατιώτη Τάσο Μαλλιάτσο, που καταγόταν από τα ψωμοτόπια των Κραββάρων, έναντι του τιμήματος των 500 δραχμών, ποσό σεβαστό για την εποχή εκείνη, αν αναλογισθούμε ότι μια διώροφη πέτρινη κατοικία στα χωριά μας άξιζε 120-1500 δραχμές περίπου.
Στους παγκόσμιους πολέμους, ξανά, οι κάτοικοι της Ζιώψης εμφανίζονται μπροστάρηδες στους αγώνες για την ελευθερία. Μάλιστα, κατά την Γερμα-νοϊταλική Κατοχή, πλήρωσαν τον ηρωισμό και την αντίστασή τους με τον πυρπολισμό των σπιτιών τους, τόσο στη Ζιώψη, η οποία κατοικούνταν ακόμα, όσο και στο νεόκτιστο Αη - Γιώργη.


Οι ηρωικοί πρόγονοί μας, σε όλα τα καλέσματα της πατρίδας, ξεπλήρωσαν με το παραπάνω το χρέος τους, γι' αυτό εμείς, ως απόγονοι, τους οφείλουμε απέραντη ευγνωμοσύνη.

 
Η ιστορία των οικογενειών της Ζιώψης
Οι πρώτες αυτόχθονες οικογένειες, που κατοίκησαν στη θέση Μπζιάκα, ήταν οι: Aντωνoπoυλαίοι (Αντωναίοι), Γοναίοι, Ξυλοσφραίοι, Kαλυβαίoι, Κωστουλαίοι, Κουτσουμπαίοι, Πρoβoπoυλαίoι (Χριστοδουλαίοι), και η οικογένεια Χρυσικού. Με την απογραφή του 1810, ο οικισμός αυτός βρέθηκε να έχει 75 κατοίκους. Μετά την απελευθέρωση από του Τούρκους, οι κάτοικοι δεν είχαν λόγους να κρύβoνται, γι' αυτό μετέφεραν τον οικισμό, βoρειότερα, στη σημερινή θέση, όπου το κλίμα ήταν υγιεινότερο, η θέα μαγευτική και η ύπαρξη πηγών νερού, εντός του οικισμού ελκυστική. Σ' αυτή την τοποθεσία εγκαταστάθηκαν, επί πλέον, σποραδικά και οι οικογένειες: Γεροθανάση και Θανέλα από τα Κλεπά, οι Θεοδωροπουλαίοι (Κατσαδουραίοι) και Καποτελαίοι, προερχόμενοι από το Βάλτο Αιτωλοακαρνανίας, οι Κοτσωναίοι και Κιτσαίοι από τη Γραμμένη Φθιώτιδας, οι Λαϊαίοι - Koυμανταναίoι και Μπαρμπουναίοι από το Mέτσoβo Ηπείρου, οι Τσωναίοι και Τσιμαραίοι από το συνοικισμό Κούτσουρα Σκόρλιας, γι’ αυτό αποκαλούνταν και Κουτσουριώτες. Στην απογραφή του 1879, η Ζιώψη είχε 516 κατοίκους και ήταν το μεγαλύτερο χωριό του τότε Δήμου Τυμφρηστού. Και στην απογραφή του 1896, ο πληθυσμός εμφανίζει αύξηση και φθάνει τους 676 κατοίκους, διατηρώντας την πρωτιά μεταξύ των γειτονικών χωριών. Μέχρι το 1906, οπότε και συνέβη η σoβαρότερη κατολίσθηση του εδάφους, στη Ζιώψη εγκαταστάθηκαν και οι παρακάτω νεότερες οικογένειες: οι Αποστολοπουλαίοι και οι Mητσακαίοι, καταγόμενoι από τη Λεύκα Δομοκού, οι Ευθυμαίοι - Παπακωσταίοι προερχόμενοι από το Λιτόσελο, οι Ζαχαίοι, ως απόγονοι του γενάρχη Καρκάνη, οι Ζιωγαίοι, η οικογένεια Θεοδωράκη (Γυφτοκώστα), από την Ευρυτανία, οι Καρκαναίοι, καταγόμενοι από τη Στρώμη Δωρίδας, οι Kαραγιανναίoι, οι Κακογεωργαίοι, οι Καρκανοπουλαίοι, οι Κορελαίοι, η οικογένεια Κούτρα, Νυχτερίδα και Κωτέλη, οι Παπαxαραλαμπαίοι, οι Κεραμιδαίοι -  ­Δροσαίοι – Kοτσιαλαίοι και Ριτσωναίοι, βλάχικης καταγωγής, οι οικογένειες Σκαρλάτου και Κυριακάκη, από την Έλβα Ευρυτανίας, οι Στοκαίοι, από την Aραxωβίτσα, η οικογένεια Τσέλιου, οι Τολιαίοι και οι Τσιαχραίοι, ως απόγονοι του γενάρχη Καρκάνη, η οικογένεια Τσούμα, οι Τσιμαραίοι από το Μουτζουράκι, οι Υφανταίοι και, τέλος, οι Φυκαίοι από τον Τυμφρηστό.
Βαθιά θρησκευόμενοι οι κάτοικοι της Ζιώψης, οι Ζιομπιώτες & Ζιωψιώτες όπως αποκαλoύνταν, εκτός από την κεντρική εκκλησία του Αη Νικόλα, έχτισαν σε περίοπτες θέσεις κοντά στο χωριό και τα παρακάτω ξωκλήσια. Την Παναγία των λόφων της Ζιώψης, τον Αη - Θανάση, τον Αη - Χαράλαμπο, τον Αη - Γιάννη, την Αγία Παρασκευή, τους Αγίους Αποστόλους και τον Αη - Λια στον Ασπρόκαμπο, για να τιμήσουν ευλαβικά τους αγίoυς, αλλά και για να ξεφαντώνουν στα πoλύβoυα πανηγύρια.
Η Ζιώψη ως ενορία
 Αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, η Ζιώψη αποτέλεσε ενορία και διορίσθηκε ως πρώτος εφημέριος ο ιερέας Δημήτριος Ιωάννου, με τον παρακάτω ορισμό από την Επισκοπή Ζητουνίου: Αρ. Πρωτ. 293/14 Απριλίου 1834: «Εδόθη δι’ ενορίαν το καθ΄ημάς χωρίον Ζιώψη, προς τον αιδεσιμότατον εν ιερεύσι κύριον Δημήτριον Ιωάννου».
Στη συνέχεια, ντόπιοι ιερείς που άσκησαν τα ιερουργικά τους καθήκοντα στη Ζιώψη - Ασπρόκαμπο, ήταν:
1. Ο Νικόλαος Σπ. Λυτόπουλος (παπα- Νικόλας), περίπου από το έτος 1880.
2. Ο Κων/νος Χαραλ. Παπαχαραλάμπους (παπακώστας), που συλλειτουργούσε με τον παπα-Νικόλα και
3.  Ο Κων/νος Ι. Λυτόπουλος (παπα-Κώστας), που ταυτόχρονα ήταν και δάσκαλοs (παπαδάσκαλος), από το έτος 1923.

Η σχολική ζωή 
Για τη μόρφωση των νέων στη Ζιώψη λειτούργησε από το 1893 γραμ-ματοσχολείο αρρένων, που σημαίνει ότι τότε στη γενέτειρα σπούδαζαν μονάχα τ’ αγόρια. Αργότερα, το σχολείο έγινε μεικτό. Τα δημοτικά σχολεία, τότε, διακρίνονταν σε πρωτoβάθμια, δευτερoβάθμια, τριτoβάθμια και στα γραμ-ματοσχολεία, ανάλογα με την παιδαγωγική κατάρτιση των δασκάλων, που τοποθετούνταν σ’ αυτά. Ο μισθός τους ήταν ανάλογος με τα προσόντα τους. Δικό του διδακτήριο το σχολείο της Ζιώψης - Ασπρόκαμπου δεν ευτύχησε να έχει ποτέ. Φιλοξενούνταν πότε σε αίθουσα του Αη Νικόλα και πότε στα σπίτια του παπα-Κώστα Λιτόπουλου και του Ηλία Τόλια. Τελευταία, στεγάσθηκε σε στρατιωτικό στέγαστρο (τολ) στο Χοροστάσι. Πάντα λειτουργούσε ως μονοθέσιο, παρόλο που κατά διαστήματα ο αριθμός των μαθητών ήταν αυξημένος. Ντόπιοι δάσκαλοι, που πρόσφεραν τα φώτα της γνώσης τους στους νέους και παρέμειναν στη μνήμη των παλιότερων Ζιομπιωτών, ήταν οι παρακάτω: Καρκανόπουλος Δ. Γεώργιος (Kνoύβελoς), Θεοδοσόπουλος Ν. Γεώργιος (Κωλέτας), Αποστολόπουλος Ν. Ηλίας (Τσιμτσιρής), Λιτόπουλος Ι. Κων/νος (Παπαλίτας), ως παπα-δάσκαλος και Λυτόπουλος Γεώργιος. Ο τελευταίος δάσκαλος του Ασπρόκαμπου ήταν ο Γιάννης Μακρής.


 Η αυτοδιοικητική Ζιώψη
Διοικητικά η Ζιώψη, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, υπαγόταν στη Δημογεροντία του Πατρατζικίου (Υπάτης) με την ονομασία Ζουπόζι. Η Δημογεροντία υπήρξε αρχαιότατος θεσμός, αλλά ενισχύθηκε κατά την τουρκοκρατία και έλαβε ουσιαστικό περιεxόμενο στις  υπόδoυλες επαρχίες, επειδή xρησίμευε στην αυτοδιοικητική εξυπηρέτηση του τόπου. Κάθε χωριό εξέλεγε, συνήθως, δυο ισόβιoυς δημογέροντες, οι οποίοι μία φορά το χρόνο μετέβαιναν στην έδρα της Δημογεροντίας, όπου, σε κοινή συνεδρίαση αποφάσιζαν για την κατανομή των φόρων, καθώς και για τη λύση διαφορών που αναφύονταν μεταξύ των συγχωριανών τους.
  
Ο θεσμός αυτός  διατηρήθηκε  και  κατά τη διάρκεια της  επανάστασης και μετά απ' αυτήν. Ο Καποδίστριας παραδέχθηκε το θεσμό της, μάλιστα δημιούργησε με νόμο και επαρχιακές Δημογεροντίες, αλλά όμως τον κατάργησε το 1830. Στη Δημογεροντία του Πατρατζικίου υπάγονταν: 1) Τα Βλαχοχώρια 2) Τα χωριά του Λιανοκλαδίου 3) Τα Βουκαία χωριά και 4)Τα δικά μας Πολιτοχώρια, που αναλυτικά ήταν: Μουτζουράκι (οικισμός απέναντι από τον Τυμφρηστό), Καψί (Μεγάλη, Μεσαία και Πέρα Κάψη), Μερκάδα, Μαυρίλλο, Περλευτό (Περίβλεπτo), Ζίμιανι (Δίκαστρο), Ζουπόσι (Ζιώψη), Poβoλιάρι, Κυδώνια- Τάτσι-Λέτα (άγνωστες περιοχές), Aσβέστης, Τσούκα, Βιτάλι (Βίτωλη), Σκορλιά - Κουκιά και Υποράχη (οικισμοί της Πτελέας), Λεύκα (Λευκάδα), Καστρίτι (Καστρί), Σοφό (Kαλύβια Γιαννιτσούς), Βαρυμπόπη (Μακρακώμη), Πλατύστομο και Λαβανίτσα (περιοχή Πλατυστόμου). Τα ονόματα είναι καταχωρημένα με την ίδια γραφή και ορθογραφία στο βιβλίo του Γάλλου περιηγητή Πoυκεβίλ: «Ταξίδι στην Ελλάδα, Στερεά Ελλάδα, Αττική, Κόρινθος».  Από το 1836, η Ζιώψη υπαγόταν στο Δήμο Τυμφρηστού και το 1912 με Διάταγμα ιδρύθηκε η αυτοτελής κοινότητα Ζιώψης, η οποία μετονομάσθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών το 1927 σε Ασπρόκαμπος, ύστερα από υπόδειξη των κατοίκων και επιθυμία της πολιτείας ν αλλάξει τα ξενικά ονόματα (δεν υπήρχε άλλο χωριό με την ίδια ονομασία).         

Πρόεδροι της Ζιώψης - Ασπρόκαμπου, περίπου κατά χρονολογική ακολουθία, τον τελευταίο αιώνα χρημάτισαν τουλάχιστον οι παρακάτω, που θυμήθηκαν οι γεροντότεροι: Καραγιάννης Γ. Ιωάννης, Κακογεώργος Γ. Κων/νος, Tσιαxρής Ι. Κων/νος, Καραγιάννης Λ. Κων/νος, Κυριακάκης Κων/νος, Υφαντής Χαρ. Βασίλειος, ο οποίος διατέλεσε και πάρεδρος, επί δημαρχίας Σιάνου, στο Δήμο Τυμφρηστού, Τσιαχρής Ι. Ανδρέας, Kαλύβας Ε. Δημήτριος, Αντωνόπουλος Χαρ, Γεώργιος (Χαραλαμπάκης), Kαλύβας Αθ. Περικλής, την αλληλογραφία του οποίου διεκπεραίωνε η γραμματιζούμενη σύζυγός του Αντιγόνη, Τόλιας Σπ. Ηλίας, Τσιμάρας Αλ. Ευάγγελος, Λιτόπουλος Κ. Ιωάννης, Καποτέλης Ε. Φώτιος, Καρκα-νόπουλος Κων. Λάμπρος, Αντωνόπουλος Δημ. Φώτιος και ο τελευταίος Καποτέλης Ε. Χρήστος.
Ο θεσμός αυτός  διατηρήθηκε  και  κατά τη διάρκεια της  επανάστασης και μετά απ' αυτήν. Ο Καποδίστριας παραδέχθηκε το θεσμό της, μάλιστα δημιούργησε με νόμο και επαρχιακές Δημογεροντίες, αλλά όμως τον κατάργησε το 1830. Στη Δημογεροντία του Πατρατζικίου υπάγονταν: 1) Τα Βλαχοχώρια 2) Τα χωριά του Λιανοκλαδίου 3) Τα Βουκαία χωριά και 4)Τα δικά μας Πολιτοχώρια, που αναλυτικά ήταν: Μουτζουράκι (οικισμός απέναντι από τον Τυμφρηστό), Καψί (Μεγάλη, Μεσαία και Πέρα Κάψη), Μερκάδα, Μαυρίλλο, Περλευτό (Περίβλεπτo), Ζίμιανι (Δίκαστρο), Ζουπόσι (Ζιώψη), Poβoλιάρι, Κυδώνια- Τάτσι-Λέτα (άγνωστες περιοχές), Aσβέστης, Τσούκα, Βιτάλι (Βίτωλη), Σκορλιά - Κουκιά και Υποράχη (οικισμοί της Πτελέας), Λεύκα (Λευκάδα), Καστρίτι (Καστρί), Σοφό (Kαλύβια Γιαννιτσούς), Βαρυμπόπη (Μακρακώμη), Πλατύστομο και Λαβανίτσα (περιοχή Πλατυστόμου). Τα ονόματα είναι καταχωρημένα με την ίδια γραφή και ορθογραφία στο βιβλίo του Γάλλου περιηγητή Πoυκεβίλ: «Ταξίδι στην Ελλάδα, Στερεά Ελλάδα, Αττική, Κόρινθος».  Από το 1836, η Ζιώψη υπαγόταν στο Δήμο Τυμφρηστού και το 1912 με Διάταγμα ιδρύθηκε η αυτοτελής κοινότητα Ζιώψης, η οποία μετονομάσθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών το 1927 σε Ασπρόκαμπος, ύστερα από υπόδειξη των κατοίκων και επιθυμία της πολιτείας ν αλλάξει τα ξενικά ονόματα (δεν υπήρχε άλλο χωριό με την ίδια ονομασία).                
Πρόεδροι της Ζιώψης - Ασπρόκαμπου, περίπου κατά χρονολογική ακολουθία, τον τελευταίο αιώνα χρημάτισαν τουλάχιστον οι παρακάτω, που θυμήθηκαν οι γεροντότεροι: Καραγιάννης Γ. Ιωάννης, Κακογεώργος Γ. Κων/νος, Tσιαxρής Ι. Κων/νος, Καραγιάννης Λ. Κων/νος, Κυριακάκης Κων/νος, Υφαντής Χαρ. Βασίλειος, ο οποίος διατέλεσε και πάρεδρος, επί δημαρχίας Σιάνου, στο Δήμο Τυμφρηστού, Τσιαχρής Ι. Ανδρέας, Kαλύβας Ε. Δημήτριος, Αντωνόπουλος Χαρ, Γεώργιος (Χαραλαμπάκης), Kαλύβας Αθ. Περικλής, την αλληλογραφία του οποίου διεκπεραίωνε η γραμματιζούμενη σύζυγός του Αντιγόνη, Τόλιας Σπ. Ηλίας, Τσιμάρας Αλ. Ευάγγελος, Λιτόπουλος Κ. Ιωάννης, Καποτέλης Ε. Φώτιος, Καρκα-νόπουλος Κων. Λάμπρος, Αντωνόπουλος Δημ. Φώτιος και ο τελευταίος Καποτέλης Ε. Χρήστος.

Το τέλος της Ζιώψης
Ένα σoβαρό μειονέκτημα που παρουσίαζε ο χώρος της Ζιώψης ήταν το ασταθές έδαφος, που αποδείχθηκε καταστροφικό. Σποραδικά, παρουσίαζε, άλλοτε μικρές και άλλοτε μεγαλύτερες, κατολισθήσεις, που προξενούσαν ζημιές στις κατοικίες και απειλή για τους κατοίκους και τα ζωντανά. Σήμερα, παρατηρώντας κανείς προσεκτικά τη διαμόρφωση του εδάφους, θα διαπιστώσει την κλιμακωτή κατωφέρειά του, που οφείλεται στις κατολισθήσεις. Παλιά, η επιφάνεια ήταν αρκετά επίπεδη. Επειδή, όμως, η σύσταση του εδάφους ήταν αργιλώδης και αστα-θής, διαποτιζόταν εύκολα από τις βρoxoπτώσεις και τα χιόνια, με συνέπεια να γλιστρούν οι επιφανειακές χωμάτινες μάζες στις βαθύτερες βραxώδεις. Τα φαινόμενα της κατολίσθησης ήταν τοπικά και επαναλαμβανόμενα. Οι κατά-στροφές και ο φόβoς οδήγησαν τους κατοίκους στη δημιουργία άλλων οικισμών. Το 1906 η βαρυxειμωνιά σκέπασε τα πάντα με πυκνό χιόνι. Το έδαφος επιβαρύνθηκε επικίνδυνα και στις 12 Δεκεμβρίoυ, ξημερώνοντας του Αγίου Σπυρίδωνα, συνέβη η καταστροφικότερη κατολίσθηση. Σπίτια ράγισαν και κατέρρευσαν. Το φαινόμενο επαναλήφθηκε δριμύτερο το 1927, οπότε και δόθηκε η χαριστική βoλή. Η Ζιώψη των 800 περίπου κατοίκων αποτελούσε, πια, παρελθόν.
Οι κάτοικοι, χτυπημένοι από τη μανία της φύσης, αναγκάστηκαν, σταδιακά, να αναζητήσουν στέγη σε στερεότερο έδαφος στα Ισιώματα και στο Νεοχωράκι, με τη βoήθεια της πολιτείας, επειδή η Ζιώψη χαρακτηρίσθηκε επίσημα κατολισθήσιμη. Ισιώματα ονομαζόταν, από την επίπεδη διαμόρφωσή της, η τοποθεσία του σημερινού Αη Γιώργη, όπου λειτουργούσαν χάνια (πανδοχεία),για τους περαστικούς. Η διάνοιξη του δρόμου από τη Λαμία προς το Καρπενήσι, δελέασε τις οικογένειες να εγκαταλείψουν την παλιά ισχυρή Ζιώψη και να εγκατασταθούν στα Ισιώματα, για αναζήτηση καλύτερης τύχης. Εδώ, εγκαταστάθηκαν σποραδικά και άλλες οικογένειες, από διάφορες περιοχές της πατρίδας μας, με τα γνωστά σημερινά τους επίθετα.
Ο νέος οικισμός στα Ισιώματα, με το διάταγμα της 30ης  Απριλίου 1919, αναγνωρίσθηκε επίσημα, πλέον, από την πολιτεία και ονομάσθηκε Άγιος Γεώργιος, συμπεριλαμβάνοντας, ως Κοινότητα, τελικά, και τους συνοικισμούς Νεοχωρακίου και Ασπρόκαμπου. 
Συγγραφέας του παρόντος σημειώματος: Ευθυμίου Τάκης, Δάσκαλος,
Διεύθυνση κατοικίας Μετσόβου 21 Λαμία, τηλ. 22310 45453,κιν. 6977386955
___________________________________
Επιτρέπεται η χρήση υλικού για ερευνητικούς, επιστημονικούς και παιδαγωγικούς σκοπούς από το παρόνσημείωμα, με την προϋπόθεση να αναφέρεται ρητά η πηγή.

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

ΤΑΚΗΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ - ΜΕΡΟΣ 1

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ & Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟ ΧΩΡΟΧΡΟΝΟ

[Του Ευθυμίου Τάκη]

 
Η γενέτειρα Ζιώψη & η ίδρυση του Αγίου Γεωργίου
Ο Άγιος Γεώργιος είναι νεόκτιστο χωριό, μιας και οι πρώτοι κάτοικοί του εμφανίστηκαν και εγκαταστάθηκαν στον τόπο αυτό γύρω στα 1882, προκειμένου να επωφεληθούν από οικονομικής και εμπορικής άποψης τη διάνοιξη του αμαξιτού δρόμου Λαμίας - Καρπενησίου. Οι πρώτοι γηγενείς κάτοικοι ήταν ελάχιστοι και μόλις γύρω στο 1910 παρατηρείται αθρόα μετεγκατάσταση των κατοίκων της Ζιώψης, λόγω των αλλεπάλληλων καθιζήσεων, οπότε μπορούμε πλέον να μιλάμε για ίδρυση και ιστορία του νέου χωριού. Το παλιό χωριό βρίσκεται σε περίοπτη θέση, στις δυτικές πλαγιές της Όθρης, σε υψόμετρο 650 μ. Οι πρώτοι κάτοικοι του εμφανίστηκαν πριν το 1800. Σύμφωνα με μαρτυρίες και χάρτη εποχής του Γάλλου περιηγητή Πουκεβίλ, η πρώτη ονομασία του χωριού εμφανίζεται ως Ζόπα, πιθανότατα σλαβικής ρίζας και προέλευσης. Αργότερα και πριν την επανάσταση του 1821 παρουσιάζεται ως Ζόπεση. Τέλος μετά την επανάσταση και αφού η πατρίδα μας έγινε ανεξάρτητο κράτος, έλαβε την οριστική ονομασία Ζιώψη, από την παραφθορά των λέξεων: Ζόπα- Ζόπεση. Για την ονομασία αυτή επικρατούσε και άλλη παράδοση και άποψη στους κατοίκους, δηλαδή ότι οφείλεται στη σύνθεση των λέξεων: ζωή και όψη, επειδή κάποτε παρουσίασε έντονη ζωτική δραστηριότητα, ύστερα από περίοδο παρακμής. Το σίγουρο είναι ότι η συχνή επανάληψη αυτών των λέξεων στις συζητήσεις και η επίδραση της ρουμελιώτικης ντοπιολαλιάς δημιούργησαν την ονομασία Ζιώψη. Διοικητικά η Ζιώψη από το 1836 υπαγόταν στο Δήμο Τυμφρηστού και το 1912 με διάταγμα ιδρύθηκε η αυτοτελής Κοινότητα Ζιώψης, η οποία μετονομάστηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών το 1927 σε Ασπρόκαμπο, ύστερα από υποδείξεις των κατοίκων και επιθυμία της πολιτείας να αντικατασταθούν τα ξενικά ονόματα. Ένα σοβαρό μειονέκτημα που παρουσίαζε ο νέος χώρος της Ζιώψης ήταν το ασταθές έδαφος που αποδείχτηκε καταστροφικό. Σποραδικά, παρουσίαζε άλλοτε μικρές και άλλοτε μεγαλύτερες κατολισθήσεις που προξενούσαν ζημιές στις κατοικίες και αποτελούσαν απειλή για τους κατοίκους και τα ζωντανά. Σήμερα, παρατηρώντας κανείς προσεκτικά τη διαμόρφωση του εδάφους, θα διαπιστώσει την κλιμακωτή κατωφέρεια του, ως αποτέλεσμα των κατολισθήσεων. Παλιά, η επιφάνεια ήταν αρκετά επίπεδη. Επειδή, όμως, η σύσταση του εδάφους ήταν αργιλώδης και ασταθής, διαποτιζόταν εύκολα με άφθονες ποσότητες νερού από τις βροχοπτώσεις και τα χιόνια, με συνέπεια να ολισθαίνουν οι υπερκείμενες χωμάτινες μάζες στις βραχώδεις υποκείμενες. Τα φαινόμενα της κατολίσθησης ήταν τοπικά και επαναλαμβανόμενα. Οι καταστροφές και ο φόβος οδήγησαν τους κατοίκους στη δημιουργία άλλων οικισμών. Το 1906 η βαρυχειμωνιά σκέπασε τα πάντα με πυκνό χιόνι. Το έδαφος επιβαρύνθηκε επικίνδυνα και στις 12 Δεκεμβρίου ξημερώνοντας συνέβη η καταστροφικότερη κατολίσθηση. Σπίτια ράγισαν και κατέρρευσαν. Το φαινόμενο επαναλήφθηκε δριμύτερο το 1927, οπότε και δόθηκε η χαριστική βολή. Η ισχυρή Ζιώψη των 800 κατοίκων αποτελούσε πια παρελθόν.
Οι κάτοικοι, χτυπημένοι από τη μανία της φύσης, αναγκάστηκαν σταδιακά να αναζητήσουν προσωρινή στην αρχή στέγη και μόνιμη αργότερα σε στέρεο έδαφος στα Ισιώματα και στο Νεοχωράκι, με την αρωγή της πολιτείας ως θεομηνιόπληκτοι. Ισιώματα ονομαζόταν, από την επίπεδη διαμόρφωση της, η τοποθεσία του σημερινού Αη-Γιώργη, όπου λειτουργούσαν αρκετά χάνια (πανδοχεία) για τους περαστικούς. Η διάνοιξη του δρόμου από τη Λαμία προς το Καρπενήσι δελέασε τις οικογένειες να εγκαταλείψουν την παλιά ισχυρή Ζιώψη και να εγκατασταθούν στα Ισιώματα για αναζήτηση καλύτερης τύχης.
0 νέος οικισμός στα Ισιώματα με το διάταγμα της 30ης Απριλίου 1919 αναγνωρίσθηκε επίσημα, πλέον, από την πολιτεία και ονομάσθηκε Άγιος Γεώργιος, συμπεριλαμβάνοντας, τελικά, ως Κοινότητα και τους συνοικισμούς Νεοχωρακίου και Ασπροκάμπου. Η ονομασία του χωριού οφείλεται στον πολιούχο του, Άγιο Γεώργιο.
Από τότε ο Άγιος Γεώργιος, χάρη στην προνομιακή γεωγραφική του θέση, ελέγχοντας εκ του ασφαλούς την οδική κυκλοφορία και εισπράττοντας τα ανάλογα τέλη από τους διερχόμενους, εξελίχθηκε σε σπουδαίο εμπορικό, οικονομικό και πνευματικό κέντρο έχοντας να επιδείξει τη γοητεία της γνώσης με τα σχολεία της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.


Η προσφορά των κατοίκων στα εθνικά προσκλητήρια

          Αθρόα και γενναία υπήρξε η συμμετοχή των κατοίκων της Ζιώψης στην επανάσταση του ‘21. Σαράντα εννέα απ’ αυτούς είναι καταγεγραμμέ­νοι στα Αρχεία Αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, που βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη, καθώς και στο Αρχείο Αριστείων του κράτους. Οι ίδιοι οι αγωνιστές, ως κάτοικοι της Ζιώψης, είχαν υποβάλει με αίτηση τους τα πιστοποιητικά οπλαρχηγών στο τότε Υπουργείο Πολέμου, κατά τα έτη 1843 -44 και έλαβαν, τιμής ένεκεν, βαθμούς αξιωματικών, καθώς σιδερέ­νια και χάλκινα αριστεία, για την προσφορά τους στην πατρίδα. Ορισμένα επίθετα αυτών των αγωνιστών διατηρήθηκαν και μεταβιβάστηκαν αυτού­σια στους σημερινούς απογόνους τους. Αυτά είναι: Γόνης, Θεοδοσόπουλος, Θεοδωρόπουλος ή Κοτσώνης, Καλύβας, Καραγιάννης, Καρκάνης, Καρκανόπουλος, Κορέλης, Παπαδόπουλος, Προβόπουλος και Στεφανής. Τα άλλα ή λησμονήθηκαν, επειδή μετοίκησαν ή μεταλλάχτηκαν όπως από: Αϋφαντής σε Υφαντής και Λουτόπουλος σε Λυτόπουλος. Αναλυτική μνεία για όλους αυτούς τους αγωνιστές κάνει ο Νικόλαος Κ. Αντωνόπουλος στο βιβλίο του: «Η δυτική Φθιώτιδα στη φωτιά του ‘21».
Αλλά και στους επόμενους πολέμους, που ταλάνισαν την πατρίδα μας, οι κάτοικοι της Ζιώψης-Αγίου Γεωργίου έδωσαν δυναμικά το παρόν. Στους Βαλκανικούς πολέμους των ετών 1912-13 πότισαν με το δέντρο της ελευθερίας εφτά (7) νέοι.
Στη Μικρασιατική εκστρατεία (1918-1922), επίσημα εμφανίζονται να έχασαν τη ζωή τους στα πεδία των μαχών είκοσι δύο (22) συνολικά κάτοικοι της Ζιώψης-Αγίου Γεωργίου.
Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο της Αλβανίας, 1940-41, ο Άγιος Γεώργιος είχε τέσσερις (4) νεκρούς στρατιώτες. Κατά την επιδρομή των Γερμανών στο χωριό φονεύθηκαν εννέα (9) αθώοι κάτοικοι. Στη διάρκεια του εμφυλίου 1946-49 φονεύθηκαν από διάφορες αιτίες άλλοι τέσσερις κάτοικοι και μετά τον ανταρτοπόλεμο άλλοι δύο (2) από νάρκες.
   
Συγγραφέας του παρόντος σημειώματος: Ευθυμίου Τάκης, Δάσκαλος,
Διεύθυνση κατοικίας Μετσόβου 21 Λαμία, τηλ. 22310 45453,κιν. 6977386955
___________________________________

Επιτρέπεται η χρήση υλικού για ερευνητικούς, επιστημονικούς και παιδαγωγικούς σκοπούς από το παρόν σημείωμα, με την προϋπόθεση να αναφέρεται ρητά η πηγή.
___________________________________


Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

ΤΑΚΗΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ - ΜΕΡΟΣ 3

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ
& Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟ ΧΩΡΟΧΡΟΝΟ
[Του Ευθυμίου Τάκη]


Ο Ανδριάντας του Αχιλλέα και η σύνδεση της περιοχής
του Αγίου Γεωργίου με την ομηρική Φθία

        Σε πολλούς που επισκέπτονται το χωριό Άγιο Γεώργιο Φθιώτιδας, στις δυτικές παρυφές της κοιλάδας του Σπερχειού ποταμού, γεννάται το εύλογο ερώτημα: Για ποιο λόγο τοποθετήθηκε εκεί ο ανδριάντας του αρματοδρόμου ομηρικού Αχιλλέα; Τι σχέση μπορεί να έχει η περιοχή με το βασίλειο του υπέρτατου ήρωα του τρωικού πολέμου; Το ίδιο ερώτημα απασχολεί και πολλούς γηγενείς κατοίκους της περιοχής. Το ίδιο ερώτημα βασάνιζε ανέκαθεν και τον γράφοντα αυτές τις γραμμές. Για το λόγο αυτό ο ίδιος με τους εκλεκτούς συνεργάτες μου, το συνάδελφο Κανέλλο Βασίλη, τον φιλόλογο-αρχαιολόγο Αδάμη Θύμιο και τον ελληνολάτρη Γερμανό αρχαιολόγο Βολφ  Σιούρμαν, διενεργήσαμε πολύχρονη και πολύμοχθη βιβλιογραφική και παρατηρήσιμη έρευνα, συγκεντρώνοντας σημαντικά σχετικά στοιχεία για την ευρύτερη κ0ιλάδα του Σπερχειού, συγγράφοντας παράλληλα το 2006 το  πόνημα «Αναζητώντας ίχνη του ομηρικού Αχιλλέα στην κοιλάδα του Σπερχειού».
         Έχοντας, λοιπόν,  κατά νου τις πλούσιες αυτές πληροφορίες, εμπειρίες και κατασταλάγ-ματα, επιχειρώ με το παρόν σημείωμα μια απόπειρα σύνδεσης της περιοχής Αγίου Γεωργίου, που αποτελεί και την ιδιαίτερη γενέτειρά μου, με τον ήρωα Αχιλλέα, για να δοθούν  μερικές απαντήσεις σε κάποια από τα παραπάνω ερωτήματα.
        Από τον Ιούνιο του 1998 το επιβλητικό άγαλμα του Αχιλλέα με το άρμα του και τ’ άλογά του Ξάνθο και Βαλίο, κοσμεί την πλατεία του Αγίου Γεωργίου, στέκοντας εκεί ως ακοίμητος θεματοφύλακας ενός πανάρχαιου πολιτισμού και ως αιώνιο σύμβολο των υπέρτατων αξιών ρώμης και κάλλους, προκαλώντας ταυτόχρονα το δέος και το θαυμασμό των επισκεπτών.
        Η τοποθέτηση του ανδριάντα του Αχιλλέα στον Άγιο Γεώργιο δεν έγινε έτσι αβασάνιστα και δίχως να συντρέχουν ιστορικοί λόγοι. Τοποθετήθηκε ύστερα από άδεια που δόθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού στον Πολιτιστικό Σύλλογο Αγιωργιτών Αθήνας, που υπήρξε και ο φορέας υλοποίησης του εγχειρήματος. Τότε, συγκροτήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού ειδική επιτροπή επιστημόνων για να διερευνήσει και να αξιολογήσει τους λόγους σύνδεσης της περιοχής με το βασίλειο του Αχιλλέα, η οποία αποφάνθηκε θετικά. Μάλιστα, οι ίδιοι επιστήμονες συνέγραψαν και το επίγραμμα που επιβεβαιώνει τη σχέση της περιοχής του Σπερχειού με τον ομηρικό ήρωα. Το επίγραμμα αυτό έχει ως εξής:

«ΣΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΚΑΛΛΟΥΣ ΟΜΗΡΙΚΟΥ ΑΧΙΛΛΕΩΣ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΣΠΕΡΧΕΙΟΥ ΕΣΤΗΣΑΝ ΤΟΥΤΟ»

        Για την ιστορία αναφέρεται ότι η ιδέα ανέγερσης του ανδριάντα του Αχιλλέα προβλήθηκε από παλιά στο Σύλλογο, όταν πρόεδρος ήταν ο αείμνηστος Ντίνος Αλ.  Θεοδοσόπουλος, από τους αδερφούς Γεώργιο & Ιωάννη Μπαρμπούνη. Το 1991 το αίτημα προωθήθηκε από τον τότε πρόεδρο του Συλλόγου, ταξίαρχο Νικόλαο Αποστολόπουλο στην Υπουργό Πολιτισμού κ. Άννα Ψαρούδα-Μπενάκη, η οποία τελικά ενέκρινε το αίτημα, ύστερα από την εισήγηση της επιτροπής.
        Από τότε καταβλήθηκε ένας αγώνας δρόμου ώστε η ιδέα να λάβει σάρκα και οστά. Τελικά, εγκρίθηκε η κατασκευή του από τον γλύπτη Γ. Κυριαζάκο με τεχνητό γρανίτη, υλικό  που παρουσιάζει σαφώς μειονεκτήματα έναντι του ορείχαλκου, μπροστά όμως στο ορατό φάσμα να ματαιωθεί η υλοποίηση της ιδέας, προτιμήθηκε αυτή η φθηνότερη λύση. Εδώ, πρέπει να τονίσω ότι καθοριστική υπήρξε η παρέμβαση του Βαγγέλη Δ. Θεοδοσόπουλου, ο οποίος μεσολάβησε με το γλύπτη, βλέποντας εντελώς τυχαία   κάποιο άλλο έργο του στην Κονταριώτισσα Πιερίας. Πρόεδρος του Συλλόγου που έγιναν οι παραπάνω ενέργειες και η τοποθέτησή του αγάλματος στον Άγιο Γεώργιο ήταν ο Αθανάσιος  Τσιμάρας, δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και γραμματέας ο Ιωάννης Μπαρμπούνης.
        Τα αποκαλυπτήρια πραγματοποιήθηκαν με εξαιρετική λαμπρότητα στις 28 Ιουλίου 1998, παρουσία επισήμων και πλήθους κόσμου. Ο ροβολιαρίτης ποιητής Παντελής Ρίζος, συνέ-γραψε ένα ποίημα, με ομηρικούς στίχους, αφιερωμένο ειδικά στον αναφερόμενο ανδριάντα του Αχιλλέα και το απήγγειλε ο ίδιος με συγκλονιστικό τρόπο κατά την τελετή των αποκαλυπτηρίων. Είναι το παρακάτω:

ΣΤΟΝ ΗΜΙΘΕΟ ΑΧΙΛΛΕΑ
Των Μυρμιδόνων ζείδωρη… λεβεντογόνα φύτρα
Φθιωτικό αγλάισμα… πορφυρογεννημένο,
που στη ζωή σ’ απόθεσε… της Θέτιδας η μήτρα
και σ’ έκαμε τρισένδοξο και τρισευτυχισμένο
τούτο το χώμα τ’ άγιο… τ’ αθάνατο νερό!

Η Φθία που σ’ ανάθρεψε, βλαστάρι του Πηλέα
κι όλβιο και τρισόλβιο σ’ έκαμε βασιλιά
κονταρομάχε ολύμπιε… άνακτα Αχιλλέα,
ποια μοίρα δολιόφθονη, σούστηνε τα βρογχιά…

Εκεί… στης Τροίας τα γνωστά τα ενάλια τα τόπια
που οι Μυρμιδόνες σου… οι ρωστοί, εστήνανε χορό
πυρρίχιο… και όρθωναν τα ελληνικά τρόπαια
αθάνατο και αιώνιο, μνημείο θεϊκό!

Εκεί που οι ολύμπιοι θεοί… παρίσταντο με φθόνο
κι αυτήν… την αδελφόκτονη υπέθαλπταν οργή,
σπέρνοντας… με παράνοια… τη φρίκη και τον πόνο
ακόμα και στης Θέτιδας το ημίθεο παιδί!

Καθώς το σώμα σου έγερνε… πικροφαρμακωμένο
κι έσβηνε… και μαράζωνε η θεία σου μορφή,
οι Μυρμιδόνες κοίταζαν… με βλέμμα σαστισμένο,
κι η οδύνη τους απλώνονταν ολόπικρη στη γη!

Και η θανή σου… απλώθηκε ιαπετής στην Τροία
κι έγινε φλόγα οδυρμού… μαντάτο αλγεινό
τα πελαγίσια κύματα το φέρανε στη Φθία
και το ‘στειλαν στη Θέτιδα… φιλί θανατικό!
Και θρήνησε και πόνεσε… κι έκλαψε όλη η χώρα
των ημιθέων, των βροτών των δώδεκα θεών
και μέσ’ απ’ του πικρού χαμού… τη δύστηνη την ώρα
το ωιμέ!... εκόχλαζε στα στήθη των γονιών.

Τι κι αν η νιότη σου έσβησε στα Ιλιακά πεδία!
η δόξα σου η αστραφτερή φωτάστραψε γοργά
κι έγινε ύμνος και πνοή στου Ομήρου τα βιβλία
τα αναμέλποντα εσαεί σοφία και ευωδιά.

Σε προσκυνούμε… οι γόνοι σου, ελληνικό βλαστάρι
και στέλνοντας στην όψη σου… αγγελικό φιλί,
ειδωλικό χαλκέντερο, σε ορθώνουμε καμάρι
για να φυλάς και να κοσμείς την πατρική σου γη!

Το παγκόσμιο μυθολογικό και ιστορικό πρότυπο ανδρείας και ομορφιάς, ο Ομηρικός Αχιλλέας λατρεύτηκε, ως θεοποιημένος ήρωας, σε πολλές περιοχές της πατρίδας μας, οι οποίες διεκδικούν και την πατρότητά του. Μια από αυτές είναι και η κοιλάδα του Σπερχειού, η σημερινή Φθιώτιδα, ως συνέχεια της Ομηρικής   Φθίας, επειδή τόσο ο Όμηρος, όσο και άλλοι αρχαίοι και νεότεροι συγγραφείς, επιστήμονες και ερευνητές θεωρούν το Σπερχειό ποταμό ως αναπόσπαστο τμήμα του βασιλείου των Αιακιδών, κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους.
        Η κοιλάδα του Σπερχειού, η «Εριβώλαξ Φθία» κατά τον Όμηρο, λόγω της σπουδαίας γεωμορφολογίας της αποτελούσε ζηλευτή θέση για κατοίκηση κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Εύφορη γη, με ευρύτατη παραποτάμια ζώνη, με πολλούς γόνιμους λόφους, πλούσια βλάστηση, νερά, πηγές, πολύ κοντά στη θάλασσα, δημιουργούσε όλες τις ευνοϊκές προϋποθέσεις φιλοξενίας διερχόμενων πληθυσμών και ανάπτυξης μόνιμων και σταθερών εγκαταστάσεων λαών.
        Προστατευμένη με τα φυσικά όρια της Οίτης και της Όθρης, με γεωγραφικά περάσματα προς τη Θεσσαλία και την υπόλοιπη Στερεά Ελλάδα, με το πλεονέκτημα του Σπερχειού ποταμού, με πρόσβαση στη θάλασσα, με κλίμα ήπιο, με θερμές πηγές, αποτέλεσε περιζήτητη γεωγραφική θέση και όπως μαρτυρούν τα επιφανειακά ευρήματα (κτίσματα, κάστρα…) κατοικήθηκε από τα πανάρχαια χρόνια.
        Οι οικιστικοί στρατηγικοί κανόνες που εφάρμοζαν οι Μυκηναίοι για να ιδρύσουν τις πόλεις τους βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή  σε ποικίλες θέσεις μέσα στην κοιλάδα και μπορούν να προσφέρουν «επιχειρήματα» για κάποιες θέσεις, οι οποίες όπως είναι ολοφάνερο, κατοικήθηκαν κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους που μας ενδιαφέρει. Αυτή την κοιλάδα, του Σπερχειού, επιλέγει και ο Όμηρος να συνδέσει με την μεγαλύτερη μορφή της ελληνικής μυθολογίας και της ελληνικής προϊστορίας του Αχιλλέα. Εκεί εστιάζει την ιδιαίτερη πατρίδα του, το βασίλειό του, το λαό του.
        Σύμφωνα με τη θεμελιώδη αρχή της αρχαιολογίας για να τεκμηριώνεται η σύνδεση μιας περιοχής μ’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό θέμα είναι απαραίτητο να πληρούνται οι εξής τρεις προϋποθέσεις:
1.  Να υπάρχει πλούσια γραμματολογία-βιβλιογραφία, αρχαία και νεότερη
2. Να υπάρχουν ορατά  ίχνη του παρελθόντος της εποχής που ερευνούμε &
3. Να υπάρχει η σχετική ιστορική παράδοση του λαού μας.
        Η κοιλάδα του Σπερχειού εμφανίζει έντονα και τις τρεις αυτές προϋποθέσεις για την ύπαρξη ιχνών του ομηρικού Αχιλλέα. Στη διαμόρφωση μιας τέτοιας θεώρησης, βασικός μάρτυρας υπάρχει ο ποιητής Όμηρος, ο οποίος αν και έζησε αιώνες μετά τη μυκηναϊκή εποχή, στο έργο του υπερασπίζεται σθεναρά τη ρεαλιστική υπόσταση αυτών των ηρώων. Ο ποιητής διατείνεται πως όχι μόνο οι ήρωές του, αλλά και τα γεγονότα που αφηγείται έχουν ρεαλιστικό τόπο και χρόνο, τοποθετώντας τα χωρίς ταλαντεύσεις στην εποχή του Χαλκού, συνεπώς πριν το 1100 π.Χ. , πριν την εποχή του Σιδήρου και την Κάθοδο των Δωριέων. Σ’ αυτή την εποχή ισχυρίζεται ότι έδρασαν τα πρόσωπα που ύμνησε. Υπήρξαν ισχυροί βασιλείς, αφού το πολίτευμα ήταν βασιλεία και η κεντρική και νότια Ελλάδα ήταν χωρισμένη σε βασίλεια με συγκεκριμένα όρια, που τα κατοικούσαν γνωστοί ελληνικοί λαοί, σε γνωστές πολιτείες.
        Ένα από τα ισχυρά αυτά βασίλεια ήταν και το βασίλειο του Πηλέα, με κέντρο τον ποταμό Σπερχειό και με σημαντικές πολιτείες τη Φθία, την Ελλάδα, το Άργος Πελασγικό, την Αλόπη, την Άλος και την Τραχίνη, ενώ κάτοικοί του ήταν οι Αχαιοί, οι Μυρμιδόνες και οι Έλληνες.
        Το βασίλειο της Φθίας συμμετείχε ενεργά στο σημαντικότερο γεγονός της εποχής, τον τρωικό πόλεμο και ο διάδοχος τού Πηλέα, ο Αχιλλέας, μαζί με τους επιφανέστερους Έλληνες βασιλείς, με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, επέδραμαν στο χώρο της Μικράς Ασίας και κατέλυσαν μια εξίσου σημαντική ισχυρή δύναμη με πολλούς συμμάχους στη Μικρά Ασία και τη Θράκη, τους Τρώες.
        Το ιστορικό γεγονός του τρωικού πολέμου και τα πρόσωπα που συμμετείχαν, αποτελούν, κατά τον Όμηρο, κομμάτι της παλιότερης ιστορίας των Ελλήνων, γι’ αυτό και προσδιορίζονται χωροχρονικά.
        Ο Όμηρος σήμερα θεωρείται από την πλειοψηφία των επιστημόνων ως ένας ποιητής που το έργο του η «Ιλιάδα» έχει τεράστια ιστορική αξία, επειδή φωτίζει μια συγκεκριμένη εποχή, τολμώντας να συνθέσει έναν πολιτικό χάρτη με τα όρια των διαφόρων ελληνικών βασιλείων που ενεπλάκησαν στον τρωικό πόλεμο. Οι αναφορές του λειτουργούν μέσα σ’ ένα ιστορικό και γεωγραφικό πλαίσιο, δηλαδή οι λαοί που περιγράφει αποτελούν, όπως προαναφέρθηκε, υπαρκτές οντότητες της 2ης χιλιετίας. Μάλιστα, ύστερα από την ανακάλυψη της Τροίας του Ομήρου το 1870 από το Σλήμαν και στη συνέχεια των Μυκηνών και άλλων μυκηναϊκών κέντρων στον ελλαδικό χώρο, στηριζόμενος αποκλειστικά στις πληροφορίες του Ομήρου, είναι πλέον και επίσημα αποδεδειγμένο ότι ο τρωικός πόλεμος και οι ήρωές του δεν ανήκουν πια στη σφαίρα της φαντασίας, αλλά στην προϊστορία των Ελλήνων.
Η ισχυρότερη σύνδεση της περιοχής του Αγίου Γεωργίου με τον βασίλειο του Αχιλλέα προκύπτει από το τάμα του Πηλέα και η προσφορά της κόμης του ήρωα προς το θεο-ποιημένο Σπερχειό είναι ένα ισχυρό στοιχείο που μας οδηγεί στο αβίαστο συμπέρασμα πως το βασίλειό τους είχε άμεση σχέση με τις παρόχθιες περιοχές του Σπερχειού.
        Οι παρακάτω στίχοι του Ομήρου στη Ραψ. Ψ  στ. 144-149  της Ιλιάδας  εμφανίζουν με κρυστάλλινη σαφήνεια τον ήρωα Αχιλλέα να απευθύνεται προς τον θεοποιημένο Σπερχειό, μιλώντας ταυτόχρονα για την πατρική του γη, που ορίζεται πλάι στο θεϊκό ποτάμι:

                   «Σπερχειέ, του κάκου αλήθεια σου ‘ταξεν ο κύρης μου ο Πηλέας,
                    στην ποθητή πατρίδα αν γύριζα κει πέρα, τα μαλλιά μου
                    στη χάρη σου να κόψω, κάνοντας θυσία τρανή από πάνω:
                    πενήντα κριάρια πλάι στους όχτους σου βαρβάτα να σου σφάξω,
                    πα στις πηγές, όπου ‘ναι τέμενος κι ο ευωδιαστός βωμός σου.
                    Τέτοιαν ευχή είχε κάμει ο γέροντας, μα συ το ναι δεν το ‘πες!»

        Ο Πηλέας είχε τάξει στο θεό Σπερχειό, εκτός από την κόμη του γιου του και ιερή Εκατόμβη, μαζί με πενήντα αμουνούχιστα κριάρια. Η προσφορά αυτή θα γινόταν στις πηγές του Σπερχειού, εκεί που υπήρχε τέμενος και θυσιαστήριος βωμός.
        Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν θεωρήσει τα ποτάμια ως θεία όντα και τα λάτρευαν κανονικά, ως θεότητες. Στα ομηρικά ποιήματα ο Ωκεανός, που περιέβρεχε τη γη, είναι η κοινή πηγή απ' την οποία τρέφονταν θάλασσες και ποτάμια. Κατά τη «θεογονία» του Ησίοδου η ένωσή του με την Τηθύ γέννησε χιλιάδες ποταμούς και νύμφες. Οι ποταμοί θεωρούνται διιπετείς (σταλμένοι απ’ το Δία), διοτροφείς (αναθρεμμένοι από το Δία) και κουροτρόφοι, επειδή φρόντιζαν για την ευφορία της γης, γονιμοποιώντας το έδαφος και ακόμη για την ευγονία των ανθρώπων.
        Υπήρξαν, λοιπόν, οι ποταμοί αγαθοεργές και σωτήριες δυνάμεις, φλέβες ζωής, τροφοδότες πατέρες, φορείς ζωής και δραστηριότητας, στήριξαν το ντόπιο πληθυσμό και τον πολιτισμό του και γι’ αυτό θεωρήθηκαν βασιλιάδες των περιοχών απ' όπου περνούσαν και πατέρες των γενεών που διαβίωσαν στις όχθες τους.
        Ένας άλλος λόγος, που ώθησε τους Έλληνες να θεοποιήσουν τα ποτάμια, ήταν ότι το ποτάμι γεννούσε μέσα τους το αίσθημα του θείου, έτσι ορμητικό καθώς διαβαίνει μέσα από τραχιά βουνά και φαράγγια, έτσι όπως ξετυλίγεται σαν αργυρή κορδέλα στον κάμπο, έτσι όπως στο πέρασμα του δημιουργεί κοιλάδες θαυμαστές, σαν την κοιλάδα του Σπερχειού, ενώ ποτίζει τη γη και η υδρόβια βλάστηση οργιάζει στις όχθες του.
       Τούτο το νερό που αναβρύζει μέσα από τη γη, ακούραστο στην αδιάκοπη ενέργεια του, κυλάει, τρέχει, βιάζεται να βρει τη θάλασσα που είναι ο προορισμός του, για να πέσει στην ανυπαρξία, δημιουργώντας τον αέναο κύκλο του νερού στη φύση. Κι έτσι σβήνοντας στην αγκαλιά της θάλασσας, έρχεται πάλι σα στάλα, σα μικρό ρυάκι για να ξαναρχίσει τον ατέρμονα κύκλο του.
        Οι αρχαίοι πίστευαν ακόμη πως τα νερά είχαν μια δύναμη κάθαρσης, καθώς και ιαματικές ιδιότητες. Ο Ηρόδοτος συμβούλευε:
     «Ποτέ μην περνάτε τα νερά των ποταμών πριν πείτε μια προσευχή, προσηλώνοντας τα μάτια σας στο αιώνιο ρεύμα του, πριν πλύνετε τα χέρια σας στο διαυγές και δροσερό νερό του, γιατί εκείνος που περνάει ένα ποτάμι χωρίς να ξεπλύνει την κακία και τα χέρια του, κάνει τους θεούς να θυμώσουν».
      Οι αρχαίοι Έλληνες έδωσαν διάφορες μορφές στα ποτάμια, σ’ αυτά τα θεϊκά όντα, εξεικονίζοντας μέσα απ’ αυτές τις εντυπώσεις που τους προκαλούσε το θέαμα του ποταμού. Οι φιδωτοί ελιγμοί, οι αναδιπλώσεις, οι κάμψεις, η ελικοειδής πορεία θύμιζαν την κίνηση του φιδιού. Ο χείμαρρος που στη μανιασμένη πορεία του καταστρέφει τα πάντα με πάταγο και μουγκρητό, θύμιζε τον αφηνιασμένο ταύρο.
      Βαθιά ριζωμένες στην πίστη αλλά και στην τελετουργία των αρχαίων Ελλήνων υπήρξε, λοιπόν, η ιδέα πως οι ποταμοί ήταν θεοί και οι πηγές νύμφες. Κάθε περιοχή τιμά το δικό της ποταμό και τη δική της πηγή.
      Η Φθία λάτρευε, ως θεό, το Σπερχειό. Για κάθε θεϊκό ποταμό ιδρύεται τέμενος και σε μερικές περιπτώσεις ακόμη και ολόκληρος ναός.
      Αγόρια και κορίτσια κατά την ενηλικίωση τους πρόσφεραν την κόμη τους, ως  ανάθημα και έσφαζαν ζώα μέσα στους ποταμούς και τις πηγές. Η τελετουργική αυτή διαδικασία στηρίζεται στη λογική ότι το νερό είναι πολυτιμότατο αγαθό και ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να το εξασφαλίσει μονάχα με τις δικές του δυνάμεις, γι' αυτό χρειάζεται τη θεϊκή επίκληση. Ας λάβουμε υπόψη μας ότι οι τελετουργίες στους ποταμούς ήταν τόσο έντονες και τυφλές, ώστε κοντά στο Άργος, η πηγή της Λέρνης μολύνθηκε εντελώς από τις θυσίες.
        Ο Σπερχειός συνδέεται μυθολογικά με το μύθο της Πολυδώρης, της κόρης του Πηλέα, που τη γονιμοποιεί ο ίδιος ο θεός - ποταμός. Μάλιστα, ο γόνος από αυτή τη συνεύρεση, ο Μενέσθιος, σαν γιος του θεού, είναι μαχητής στον κοινό αγώνα της Τροίας, μαζί με το νόμιμο βασιλιά - διάδοχο του τόπου της Φθίας, τον Αχιλλέα, που προστατεύει ο ίδιος ο θεϊκός ποταμός.
        Ο προστάτης, λοιπόν, Θεός-Σπερχειός δικαιούται να γονιμοποιεί την κόρη τού βασιλιά Πηλέα την Πολυδώρη (εύφορη γη), ώστε ο γιος τού Σπερχειού, ο Μενέσθιος (Ομήρου Ιλιάδα Ραψ. Π στ. 175) να μεταφέρει την ιερή δύναμη του Θεού, ως στοιχείο της ύπαρξης του. Μπορεί, επομένως, ν’ αποτελέσει την αφετηρία ενός ένδοξου γένους με θεϊκή καταγωγή. Επειδή, όμως, ανήκει ως απόγονος του Πηλέα και στους απογόνους του θρόνου, δικαιωματικά συγκαταλέγονται ανάμεσα στους διοικητές των Ελλήνων-Μυρμιδόνων, τη γη των οποίων  πατέρας-θεός Σπερχειός ποτίζει.

 «Της σειράς πρώτης ο λαμπρός Μενέσθιος αρχηγούσε.
 Από την κόρη την καλή γεννήθηκε του Πηλέως,
 την Πολύδωρη, που θνητή μ’ αθάνατο ενώθη,
 τον Σπερχειό, διογέννητο ποτάμι, αλλά πατέρας
 του Περιήρους ο υιός, ο Βώρος ελεγόταν,
που φανερά μ’  άπειρα δώρα την πήρε νύμφη...»

        Ακόμα, στο διογέννητο Σπερχειό, όπως προαναφέρθηκε, έταξε ο Πηλέας να προσφέρει τα μαλλιά τον θρυλικού Αχιλλέα, προτού φύγει, μαζί με τους Έλληνες, για την Τροία, σε περίπτωση που γύριζε ζωντανός από τον πόλεμο της Τροίας. Σκληρή, όμως, στάθηκε η μοίρα του Αχιλλέα και γι’ αυτό ο ίδιος με πονεμένη ψυχή, χάρισε την πολύτιμη ξανθή του κόμη στα χέρια του σκοτωμένου φίλου του, Πάτροκλου.
       Το βαθύ νόημα του μύθου της γονιμότητας της κόρης του βασιλιά Πηλέα, από το θεϊκό ποταμό Σπερχειό, αποδεικνύει περίτρανα τη σχέση ποταμού - εύφορης γης και συνεπώς αγαθών - λαού και πλούτου - βασιλικής εξουσίας.
        Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες για την αρχιτεκτονική μορφή των Μυκηναϊκών υπαίθριων ιερών είναι, δυστυχώς, περιορισμένες. Αυτά ιδρύονταν σε γυμνές κορυφές ή σε πλαγιές βουνών. Η γειτνίαση με τις κατοικημένες περιοχές σε συνδυασμό με την προσβασιμότητα του τόπου αποτελούσαν τα βασικά κριτήρια επιλογής της θέσης. Η ιερή περιοχή οριοθετείτο συχνά μόνο από ένα χτιστό περίβολο, που χρησίμευε και ως ανάλημμα. Οι γνώσεις μας βασίζονται περισσότερο σε εικονογραφικά δεδομένα, παρά σε αρχαιολογικά κατάλοιπα. Στις εικονογραφικές παραστάσεις των σφραγιστικών δαχτυλιδιών διακρίνεται η σχηματική απόδοση ενός αυτόνομου οικοδομήματος με δυο συνήθως κίονες, που επιστέφεται από ζεύγη ιερών κεράτων ή ιερών κλαδιών. Αυτός είναι ο κύριος τύπος Μυκηναϊκού ιερού που ονομάσθηκε ναΐσκος. Συνηθισμένος ήταν και ο τύπος του τριμερούς ιερού. Επρόκειτο για ελαφριά κατασκευή από φθαρτά υλικά. Απεικονίσεις, τέτοιου τύπου   ιερού,   έχουμε σε   χρυσά   ελάσματα  από τους  λακοειδείς τάφους των Μυκηνών. Οι θυσίες  των σφαγιασμένων ζώων πραγματοποιούνταν πάνω  σε παραλληλεπίπεδο κατεργασμένο ογκόλιθο. Ακόμα, χτίζο-νταν κλιμακωτά θρανία μέσα σε  μικρά κτήρια για την απόθεση των άφθονων, κυρίως, πήλινων ανθρωπόμορφων και ζωόμορφων ειδωλίων στους θεούς.
        Η λέξη τέμενος ερμηνεύεται ως ιερός χώρος – κτήμα με την ύπαρξη βωμού. Η λέξη «πηγαί» αν ληφθεί με τη σημερινή της έννοια, ως ανάβλυση υδάτων, τότε το τέμενος θα πρέπει ν’ αναζητηθεί σε κάποια από τις κύριες πηγές του ποταμού. Αν όμως ληφθεί με την αρχέτυπη ομηρική σημασία: πηγαί=ρεύμα του ποταμού (ομηρικό λεξικό Κοφινιώτη), τότε φυσιολογικά το τέμενος και ο βωμός θ’ αναζητηθούν σε κάποια παρόχθια περιοχή του Σπερχειού.
        Στην πρώτη περίπτωση θα πρέπει να λάβουμε υπόψη την παρακάτω αναφορά του Δημ. Αινιάνα:
        «Σύμφωνα, λοιπόν, με μια παράδοση στο Κεφαλόβρυσο Μαυρίλου ανακαλύφθηκαν αρχαία ερείπια κι ένα μικρό μαρμάρινο άγαλμα, που παρίστανε  κατά πάσα πιθανότητα το θεό του έρωτα. Αυτό τους το κατέστρεψε ο τότε αγράμματος ιερέας του χωριού, θεωρώντας το ειδωλολατρικό και ανάξιο σεβασμού από τους χριστιανούς. Βεβαίως, η ενέργεια αυτή ελύπησε αυτούς που αντιλήφθηκαν την αρχαιολογική αξία τους. Από τα ευρήματα αυτά εικάζεται ότι ίσως εκεί ήταν ο βωμός του Σπερχειού, που ορίζει ο Όμηρος».
        Κάποιες, όμως, επίσημες αρχαιολογικές έρευνες εκεί δεν απέδωσαν κάτι το συγκε-κριμένο. Το γεγονός ότι τη μυκηναϊκή εποχή ασφαλώς το τοπίο του Κεφαλόβρυσου Μαυρίλου θα ήταν  παρθένο και πυκνοδασωμένο και η μεταφορά εκεί τω 50 κριαριών και ίσως 100 βοδιών (εκατόμβη) για τη θυσία, από την έδρα του Πηλέα (πόλη Φθία), θα ήταν απίθανο σχεδόν να συμβεί, λόγω της άγριας μορφολογίας του εδάφους. Βέβαιο είναι, όμως, ότι τότε όλες οι βασικές πηγές των ποταμών ήταν τόποι λατρείας.
        Γι’ αυτό πρέπει να αποδεχθούμε, ως πιθανή, και τη δεύτερη περίπτωση και ν’ αναζητήσουμε το τέμενος και το βωμό σε κάποια παρόχθια περιοχή του Σπερχειού. Μια τέτοια ισχυρή πιθανότητα συγκεντρώνει ένα ειδυλλιακό τοπίο στα Διπόταμα Αγίου Γεωργίου, επειδή μονάχα εκεί ο χώρος μπορεί να ονομασθεί πηγές του Σπερχειού με την ομηρική έννοια, αφού εκεί πέρα συγκεντρώνονται τα νερά των βασικών πηγών του, καθώς και των παραποτάμιων πηγών (άμπλες) και από κει και κάτω διαμορφώνεται η κύρια ροή του ποταμού, που φέρει την ονομασία Σπερχειός. Από κει και πάνω μιλάμε για τους παραποτάμους Καψιώτη και Μαυριλιώτη.
        Άξια αναφοράς στο σημείο αυτό είναι η ξεκάθαρη ερμηνεία που δίνει ο ιστορικός-αρχαιολόγος Παν. Μακρυγιάννης – Ματαπάς στο βιβλίο του «Το πρόβλημα τους ομηρικής Φθίας», σελ. 403, όπου αναφέρει κατά λέξη:
        «Ο Όμηρος σαν πηγές εννοούσε το σημείο συμβολής των ρεμάτων (Καψιώτη και Μαυριλιώτη), δηλαδή την περιοχή του Αη Γιώργη (Διπόταμα)».
        Το τοπίο αυτό των Διποτάμων κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους ήταν ομαλότερο με εύκολη πρόσβαση από την ανατολική κοιλάδα του Σπερχειού και φυσικά συγκέντρωνε τους  προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί τότε ως τελεστήριος χώρος. Παραθέτω, παρακάτω, τέσσερα ισχυρά στοιχεία που ενισχύουν την άποψη για την ιερότητα  του χώρου που βρίσκεται στη συμβολή των παραποτάμων του Σπερχειού, στη Μερκαδιώτικη ράχη:
1) Ο τ. Επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαίδευσης συγγραφέας Αντωνόπουλος Κ. Νικόλαος στο βιβλίο του «Άγιος Γεώργιος Φθιώτιδος – Λαογραφία, Ιστορία», αναφέρει ότι μέχρι το 1945 στην τοποθεσία αυτή σώζονταν ίχνη αρχαίου λιθόχτιστου περίβολου καθώς και μικρών οικοδομημάτων, τα οποία στη συνέχεια εξαφανίστηκαν λόγω της εντατικής καλλιέργειας της γης που ακολούθησε κατά τα μεταπολεμικά χρόνια. Δυστυχώς, τότε, ουδείς ενδιαφέρθηκε για τη μελέτη τους.
2) Στο σημείο αυτό βρέθηκε αρχαίο κεραμοποιείο, που παραπέμπει σε μυκηναϊκή-προϊστορική εποχή,  λόγω  της  κυκλικής κατασκευής του. Γνωρίζουμε ότι οι Μινωίτες και αργότερα οι Μυκηναίοι κατασκεύαζαν  κυκλικά κεραμοποιεία.
        Μάλιστα, το «Γεωτρόπιο» της Ελευθεροτυπίας αφιέρωσε παλιότερα άρθρο στα μινωικά-μυκηναϊκά κεραμοποιεία, επιβεβαιώνοντας την κυκλική αρχιτεκτονική τους, συνήθεια που ακολουθούν μέχρι σήμερα οι σύγχρονοι κεραμοποιοί στην Κρήτη.
        Δεν αποκλείεται, επομένως, στο αναφερόμενο κεραμοποιείο να κατασκευάζονταν κεραμικά ειδώλια, τα οποία αφιέρωναν οι επισκέπτες-προσκυνητές σε κάποιο ιερό που προφανώς ήταν αφιερωμένο στον θεοποιημένο Σπερχειό. Το κεραμοποιείο αυτό σήμερα έχει καταπλακωθεί από χώματα, διακρίνονται όμως ακόμα κάποια ίχνη του. Ασφαλώς, η αρχαιολογική έρευνα είναι η μόνη που μπορεί ν’ αποφανθεί για τη χρονολόγησή του.
3) Η τοποθεσία αυτή φέρει την τοπωνυμία «Κεραμαριά», επειδή ανέκαθεν εκεί λειτουρ-γούσαν κεραμαριά-κεραμοποιεία.
        Η ονομασία Πηλεύς  ανήκει στην παλιότερη παράδοση των ελληνικών ονομάτων και δηλώνουν ιδιότητα (π.χ. ιππεύς, αλιεύς, κεραμεύς). Υπό αυτή την έννοια, το όνομα είναι πιθανόν να συνδέεται με τη λέξη «πηλός»  και ο Πηλεύς, ίσως, να ήταν αυτός που διαχειριζό­ταν τον πηλό υπό την ευρύτερη έννοια του όρου, δηλαδή, μπορεί να ήταν εμ­πνευστής - βαθύς γνώστης - δημιουργός - καθοδηγητής και πρωτεργάτης της εγχώριας πηλοπλαστικής τέχνης, αφού γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι τα εκλεκτότερα εργαστήρια υπήρχαν μέσα στα ανακτορικά συγκροτήματα και ότι η διαχείριση όσων βρίσκονταν εκτός ανακτόρων ήταν αποκλειστικό προνόμιο του βασιλιά.
        Αυτή η ετυμολόγηση, γεννά μια περίεργη σχέση με την περιοχή της δυτι­κής Φθιώτιδας, που διαθέτει άριστης ποιότητας πηλό («κεραμίτις γη» των κεραμοποιών) και ήταν, σ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, κατάσπαρτη από εργαστήρια κεραμικής, αφού ακόμα και σήμερα εντοπίζονται άφθονα ίχνη τους με διάσπαρτα κεραμικά θραύσματα και ταυ­τόχρονα διατηρούνται πολλά σχετικά τοπωνύμια σε όλο το εύρος της δυτικής ιδίως κοιλάδας του Σπερχειού, όπως: «Κεραμαριό», «Κεραμίδι», «Κερα­μόγια»...
4) Ένα άλλο ενδεικτικό στοιχείο της ιερότητας του χώρου είναι η ύπαρξη εκεί κοντά του, και συγκεκριμένα στο «Πουρί», μεσαιωνικού μοναστηριού τους Αγίας Τριάδας, τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι οι χριστιανικοί ναοί χτίστηκαν ως συνέχεια των αρχαιοελληνικών ιερών – ναών, στην ίδια τοποθεσία για να εκμεταλλευτούν τη θετική ενέργεια (ενεργειακά πεδία) που συγκεντρώνουν αυτοί οι επιλεγμένοι χώροι. Μάλιστα, με ορισμένες προϋποθέσεις, ήταν σε θέση να προκαλέσουν ακόμα και ίαση στους ασθενείς προσκυνητές.
        Οπωσδήποτε, όμως, είτε ο βωμός και το τέμενος βρίσκονταν στο Μαυρίλο, είτε στα Διπόταμα Αγίου Γεωργίου, αναντίρρητη πηγάζει η διαπίστωση πως η συγκεκριμένη αναφορά του Ομήρου συνδέει τον Πηλέα και τον Αχιλλέα με τη δυτική περιοχή του Σπερχειού ποταμού και αυτή ακριβώς την περιοχή θεωρεί φυσική τους πατρίδα! Σπερχειός υπάρχει ένας και μοναδικός, αυτός που είναι ριζωμένος ανέκαθεν στη Φθιώτιδα και κανείς δεν αποτόλμησε να τον μετακινήσει για να προσεταιριστεί τη δόξα του Αχιλλέα, όπως συνέβη με τις πόλεις Φθία και Ελλάδα.

        Το πιθανότερο, λοιπόν,  είναι ο Πηλέας όταν έκανε αυτό το τάμα ν’ αντίκριζε το Σπερχειό από τα ανάκτορά του!


Συγγραφέας του παρόντος σημειώματος: Ευθυμίου Τάκης, Δάσκαλος,
Διεύθυνση κατοικίας Μετσόβου 21 Λαμία,
τηλ. 22310 45453,κιν. 6977386955
___________________________________
Επιτρέπεται η χρήση υλικού για ερευνητικούς, επιστημονικούς και παιδαγωγικούς σκοπούς από το παρόν σημείωμα, με την προϋπόθεση να αναφέρεται ρητά η πηγή