ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

ΤΑΚΗΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ - ΖΙΩΨΗ

                              Η Ζιώψη στο χώρο και στο χρόνο           
Η Ζιώψη, βρισκόταν χτισμένη σε πανοραμική θέση στις δυτικές πλαγιές της Όθρης, σε υψόµετρο 650 µ. Οι πρώτοι κάτοικοί της εµφανίσθηκαν πριν το 1800. Σύµφωνα µε µαρτυρίες, αλλά και χάρτη εποχής του Γάλλου περιηγητή Πουκεβίλ, που επισκέφθηκε την περιοχή µας, η πρωταρχική ονοµασία του χωριού εµφανίζεται ως Ζόπα και είναι πιθανότατα σλαβικής ρίζας και προέλευσης. Αργότερα και πριν την επανάσταση του 1821 παρουσιάζεται ως Ζόπεση. Μετά την ανεξαρτησία της πατρίδας µας από τους Τούρκους, έλαβε την οριστική ονοµασία Ζιώψη, από παραφθορά αυτών των λέξεων: Ζόπα - Ζόπεση - Ζιώψη. Για την ονοµασία της επικρατούσε µεταξύ των κατοίκων της και άλλη άποψη, ότι, δηλαδή, οφείλεται στη σύνθεση των λέξεων: ζωή και όψη, επειδή ακριβώς το χωριό παρoυσίασε κάποτε έντονη ζωτική δραστηριότητα, ύστερα από περίοδο παρακµής. Μάλιστα, επί τουρκοκρατίας, η Ζιώψη ήταν το κέντρο συγκέντρωσης των σιτηρών της περιοχής και τροφοδοτούσε (έδινε ζωή = Ζιώψη) όλους τους κατοίκους των γειτονικών χωριών. Το βέβαιο είναι ότι η συχνή επανάληψη των λέξεων Ζόπα - Ζόπεση ή ζωή και όψη στις συζητήσεις, καθώς και η επίδραση της ρoυµελιώτικης ντοπιολαλιάς, έπλασαν την oνoµασία Zιώψη.

Η Ζιώψη, ως οικισµός, µέχρι την επανάσταση του 1821, βρισκόταν αποµονωµένη στην απόκρυφη θέση Μπζιάκα, όπου σήµερα διέρχεται το κλησόρεµα και επεκτεινόταν νότια, µέχρι το ξωκλήσι του Αη - Θανάση, µακριά από την αρπακτική διάθεση και επιρροή των αλλόθρησκων Τούρκων. Ως αποµεινάρια αυτού του παλιότερου οικισµού σώζονταν, µέχρι πρόσφατα, µαυροσκαµνιές και τάφοι, που φανέρωναν την ύπαρξη νεκροταφείου.



 Η συμμετοχή των κατοίκων στους αγώνες
για την ελευθερία
 Αθρόα και γενναία υπήρξε και η συμμετοχή των κατοίκων της Ζιώψης στην επανάσταση του 1821. Σαράντα εννέα απ' αυτούς είναι καταγεγραμμένοι στα Αρχεία Αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, που βρίσκoνται στην Εθνική Βιβλιοθήκη, καθώς και στο Αρχείο Αριστείων του κράτους. Οι ίδιοι οι αγωνιστές, ως κάτοικοι της Ζιώψης, είχαν υποβάλει με αίτησή τους τα πιστοποιητικά οπλαρχηγών στο τότε Υπουργείο Πολέμου, κατά τα έτη 1843-44, και έλαβαν, τιμής ένεκεν, βαθμoύς αξιωματικών, καθώς σιδερένια και χάλκινα αριστεία, για την προσφορά τους στην πατρίδα. Ορισμένα επίθετα αυτών των αγωνιστών διατηρήθηκαν και μεταβιβάσθηκαν αυτούσια στους σημερινούς απογόνους τους. Αυτά είναι: Γόνης, Θεοδοσόπουλος, Θεοδωρόπουλος ή Κοτσώνης, Kαλύβας, Καραγιάννης, Καρκάνης, Καρκανόπουλος, Κορέλης, Παπαδόπουλος, Προβό-πουλος και Στεφανής. Τα άλλα ή λησμονήθηκαν, επειδή μετοίκησαν ή μεταλ-λάχθηκαν όπως από Αϋφαντής, σε Υφαντής και  από Λουτόπουλος, σε Λυτό-πουλος. Αναλυτική μνεία για όλους αυτούς τους αγωνιστές κάνει ο Νικόλαος Κ. Αντωνόπουλος στο βιβλίo του: «Η Δυτική Φθιώτιδα στη Φωτιά του ‘21».
Μετά την απελευθέρωση από του Τούρκους, όπως όλη η ορεινή ύπαιθρος του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, έτσι, και η Ζιώψη υπέφερε από τις αρπαχτικές επιδρομές των ληστοσυμμοριτών, που κατέφευγαν εκεί, για να γλιτώσουν τη σύλληψη από τα απoσπάσματα Εθνοφυλακής. Οι πιο επικίνδυνοι λήσταρχοι που έδρασαν στην περιοχή μας, τότε, ήταν: ο Πατσιαούρας, ο Γουλοκώστας, ο Παρούσης, ο Κουρέλης, ο Μασόλας, ο Γεωργαλής, ο Αρκουμάνης, ο Καραχάλιος, ο Xoλέβας, ο Koυκoβίνoς, ο Κυριάκος, ο Χοσάδας και ο Γιαταγάνας. Όλοι τους ήταν ανεπιθύμητοι και οι κάτοικοι εκστόμιζαν εναντίον τους βαριές κατάρες. Το τέλος τους ήταν τραγικό. Ή σκοτώνονταν στις ενέδρες της Εθνοφυλακής ή σάπιζαν στις φυλακές των Σαλώνων.
Αλλά και στους επόμενους πολέμους, που ταλάνισαν την πατρίδα μας, οι κάτοικοι της Ζιώψης έδωσαν δυναμικά το παρόν. Στους Βαλκανικούς πολέμους των ετών 1912­-1913, πότισαν με το αίμα τους το δένδρο της ελευθερίας εφτά (7) νέοι της Ζιώψης.
Στη Μικρασιατική εκστρατεία (1918-1922), επίσημα, εμφανίζονται να έχασαν τη ζωή τους στα πεδία των μαχών είκοσι δύο (22), συνολικά, προγονοί μας. Τυχεροί φάνηκαν όσοι κατάφεραν να επιστρέψουν ζωντανοί στο χωριό τους. Φυσικά, αρκετοί απ' αυτούς γύρισαν σακάτηδες.
Με την ανασύσταση του νέου ελληνικού κράτους, τόσο ο Καποδίστριας, όσο και η Αντιβασιλεία με τον Όθωνα εργάσθηκαν με ζήλο, είναι αλήθεια, για τη δημιουργία τακτικού ελληνικού στρατού στα ευρωπαϊκά πρότυπα. Εκείνο που θεωρείται αξιοπρόσεχτο, όσον αφορά την υποχρεωτική θητεία, είναι ο θεσμός της αντικατάστασης κληρωτών, που επέτρεπε σε κάποιον ν' αντικαθίσταται από κάποιον άλλο, με κοινά αποδεκτούς όρους, που επικυρώνονταν ενώπιον συμβολαιογράφου. Ο θεσμός της αντικατάστασης στρατευσίμων υπήρξε συνη-θισμένο φαινόμενο, επειδή τα κίνητρα δοσοληψίας ήταν δελεαστικά. Οι καλοστεκούμενοι οικονομικά νοικοκυραίοι αναζητούσαν αντικαταστάτες από τις ορεινές κοινότητες, προσφέροντάς τους αξιόλογα ποσά, για την εποχή εκείνη. Αυτόματα, γύρω απ' αυτή την υπόθεση δραστηριοποιήθηκε ένας μικρόκοσμος από εγγυητές, οικονομικούς παράγοντες, νομικούς κλπ. Η υπόθεση, όμως, αυτή δοκιμάστηκε ως προς την αξιοπιστία της, ξεπερνώντας, συχνά, τα όρια της νομιμότητας, με αποτέλεσμα να απαγγελθούν κατηγορίες κατά των νομικών και φυσικών προσώπων. Ο θεσμός αυτός ίσχυσε νομοθετικά καθ' όλη τη διάρκεια του 19°U αιώνα. Πλούσιο αντιπροσωπευτικό αρχειακό υλικό υπάρχει στο Ιστορικό Αρχείο Λαμίας. Μια τέτοια περίπτωση αντικατάσταση κληρωτού έχουμε και στη Ζιώψη, όπου ο Ζιωψιώτης Κων/νος Παπαποστολόπουλος αντικαταστάθηκε από τον επαγγελματία στρατιώτη Τάσο Μαλλιάτσο, που καταγόταν από τα ψωμοτόπια των Κραββάρων, έναντι του τιμήματος των 500 δραχμών, ποσό σεβαστό για την εποχή εκείνη, αν αναλογισθούμε ότι μια διώροφη πέτρινη κατοικία στα χωριά μας άξιζε 120-1500 δραχμές περίπου.
Στους παγκόσμιους πολέμους, ξανά, οι κάτοικοι της Ζιώψης εμφανίζονται μπροστάρηδες στους αγώνες για την ελευθερία. Μάλιστα, κατά την Γερμα-νοϊταλική Κατοχή, πλήρωσαν τον ηρωισμό και την αντίστασή τους με τον πυρπολισμό των σπιτιών τους, τόσο στη Ζιώψη, η οποία κατοικούνταν ακόμα, όσο και στο νεόκτιστο Αη - Γιώργη.


Οι ηρωικοί πρόγονοί μας, σε όλα τα καλέσματα της πατρίδας, ξεπλήρωσαν με το παραπάνω το χρέος τους, γι' αυτό εμείς, ως απόγονοι, τους οφείλουμε απέραντη ευγνωμοσύνη.

 
Η ιστορία των οικογενειών της Ζιώψης
Οι πρώτες αυτόχθονες οικογένειες, που κατοίκησαν στη θέση Μπζιάκα, ήταν οι: Aντωνoπoυλαίοι (Αντωναίοι), Γοναίοι, Ξυλοσφραίοι, Kαλυβαίoι, Κωστουλαίοι, Κουτσουμπαίοι, Πρoβoπoυλαίoι (Χριστοδουλαίοι), και η οικογένεια Χρυσικού. Με την απογραφή του 1810, ο οικισμός αυτός βρέθηκε να έχει 75 κατοίκους. Μετά την απελευθέρωση από του Τούρκους, οι κάτοικοι δεν είχαν λόγους να κρύβoνται, γι' αυτό μετέφεραν τον οικισμό, βoρειότερα, στη σημερινή θέση, όπου το κλίμα ήταν υγιεινότερο, η θέα μαγευτική και η ύπαρξη πηγών νερού, εντός του οικισμού ελκυστική. Σ' αυτή την τοποθεσία εγκαταστάθηκαν, επί πλέον, σποραδικά και οι οικογένειες: Γεροθανάση και Θανέλα από τα Κλεπά, οι Θεοδωροπουλαίοι (Κατσαδουραίοι) και Καποτελαίοι, προερχόμενοι από το Βάλτο Αιτωλοακαρνανίας, οι Κοτσωναίοι και Κιτσαίοι από τη Γραμμένη Φθιώτιδας, οι Λαϊαίοι - Koυμανταναίoι και Μπαρμπουναίοι από το Mέτσoβo Ηπείρου, οι Τσωναίοι και Τσιμαραίοι από το συνοικισμό Κούτσουρα Σκόρλιας, γι’ αυτό αποκαλούνταν και Κουτσουριώτες. Στην απογραφή του 1879, η Ζιώψη είχε 516 κατοίκους και ήταν το μεγαλύτερο χωριό του τότε Δήμου Τυμφρηστού. Και στην απογραφή του 1896, ο πληθυσμός εμφανίζει αύξηση και φθάνει τους 676 κατοίκους, διατηρώντας την πρωτιά μεταξύ των γειτονικών χωριών. Μέχρι το 1906, οπότε και συνέβη η σoβαρότερη κατολίσθηση του εδάφους, στη Ζιώψη εγκαταστάθηκαν και οι παρακάτω νεότερες οικογένειες: οι Αποστολοπουλαίοι και οι Mητσακαίοι, καταγόμενoι από τη Λεύκα Δομοκού, οι Ευθυμαίοι - Παπακωσταίοι προερχόμενοι από το Λιτόσελο, οι Ζαχαίοι, ως απόγονοι του γενάρχη Καρκάνη, οι Ζιωγαίοι, η οικογένεια Θεοδωράκη (Γυφτοκώστα), από την Ευρυτανία, οι Καρκαναίοι, καταγόμενοι από τη Στρώμη Δωρίδας, οι Kαραγιανναίoι, οι Κακογεωργαίοι, οι Καρκανοπουλαίοι, οι Κορελαίοι, η οικογένεια Κούτρα, Νυχτερίδα και Κωτέλη, οι Παπαxαραλαμπαίοι, οι Κεραμιδαίοι -  ­Δροσαίοι – Kοτσιαλαίοι και Ριτσωναίοι, βλάχικης καταγωγής, οι οικογένειες Σκαρλάτου και Κυριακάκη, από την Έλβα Ευρυτανίας, οι Στοκαίοι, από την Aραxωβίτσα, η οικογένεια Τσέλιου, οι Τολιαίοι και οι Τσιαχραίοι, ως απόγονοι του γενάρχη Καρκάνη, η οικογένεια Τσούμα, οι Τσιμαραίοι από το Μουτζουράκι, οι Υφανταίοι και, τέλος, οι Φυκαίοι από τον Τυμφρηστό.
Βαθιά θρησκευόμενοι οι κάτοικοι της Ζιώψης, οι Ζιομπιώτες & Ζιωψιώτες όπως αποκαλoύνταν, εκτός από την κεντρική εκκλησία του Αη Νικόλα, έχτισαν σε περίοπτες θέσεις κοντά στο χωριό και τα παρακάτω ξωκλήσια. Την Παναγία των λόφων της Ζιώψης, τον Αη - Θανάση, τον Αη - Χαράλαμπο, τον Αη - Γιάννη, την Αγία Παρασκευή, τους Αγίους Αποστόλους και τον Αη - Λια στον Ασπρόκαμπο, για να τιμήσουν ευλαβικά τους αγίoυς, αλλά και για να ξεφαντώνουν στα πoλύβoυα πανηγύρια.
Η Ζιώψη ως ενορία
 Αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, η Ζιώψη αποτέλεσε ενορία και διορίσθηκε ως πρώτος εφημέριος ο ιερέας Δημήτριος Ιωάννου, με τον παρακάτω ορισμό από την Επισκοπή Ζητουνίου: Αρ. Πρωτ. 293/14 Απριλίου 1834: «Εδόθη δι’ ενορίαν το καθ΄ημάς χωρίον Ζιώψη, προς τον αιδεσιμότατον εν ιερεύσι κύριον Δημήτριον Ιωάννου».
Στη συνέχεια, ντόπιοι ιερείς που άσκησαν τα ιερουργικά τους καθήκοντα στη Ζιώψη - Ασπρόκαμπο, ήταν:
1. Ο Νικόλαος Σπ. Λυτόπουλος (παπα- Νικόλας), περίπου από το έτος 1880.
2. Ο Κων/νος Χαραλ. Παπαχαραλάμπους (παπακώστας), που συλλειτουργούσε με τον παπα-Νικόλα και
3.  Ο Κων/νος Ι. Λυτόπουλος (παπα-Κώστας), που ταυτόχρονα ήταν και δάσκαλοs (παπαδάσκαλος), από το έτος 1923.

Η σχολική ζωή 
Για τη μόρφωση των νέων στη Ζιώψη λειτούργησε από το 1893 γραμ-ματοσχολείο αρρένων, που σημαίνει ότι τότε στη γενέτειρα σπούδαζαν μονάχα τ’ αγόρια. Αργότερα, το σχολείο έγινε μεικτό. Τα δημοτικά σχολεία, τότε, διακρίνονταν σε πρωτoβάθμια, δευτερoβάθμια, τριτoβάθμια και στα γραμ-ματοσχολεία, ανάλογα με την παιδαγωγική κατάρτιση των δασκάλων, που τοποθετούνταν σ’ αυτά. Ο μισθός τους ήταν ανάλογος με τα προσόντα τους. Δικό του διδακτήριο το σχολείο της Ζιώψης - Ασπρόκαμπου δεν ευτύχησε να έχει ποτέ. Φιλοξενούνταν πότε σε αίθουσα του Αη Νικόλα και πότε στα σπίτια του παπα-Κώστα Λιτόπουλου και του Ηλία Τόλια. Τελευταία, στεγάσθηκε σε στρατιωτικό στέγαστρο (τολ) στο Χοροστάσι. Πάντα λειτουργούσε ως μονοθέσιο, παρόλο που κατά διαστήματα ο αριθμός των μαθητών ήταν αυξημένος. Ντόπιοι δάσκαλοι, που πρόσφεραν τα φώτα της γνώσης τους στους νέους και παρέμειναν στη μνήμη των παλιότερων Ζιομπιωτών, ήταν οι παρακάτω: Καρκανόπουλος Δ. Γεώργιος (Kνoύβελoς), Θεοδοσόπουλος Ν. Γεώργιος (Κωλέτας), Αποστολόπουλος Ν. Ηλίας (Τσιμτσιρής), Λιτόπουλος Ι. Κων/νος (Παπαλίτας), ως παπα-δάσκαλος και Λυτόπουλος Γεώργιος. Ο τελευταίος δάσκαλος του Ασπρόκαμπου ήταν ο Γιάννης Μακρής.


 Η αυτοδιοικητική Ζιώψη
Διοικητικά η Ζιώψη, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, υπαγόταν στη Δημογεροντία του Πατρατζικίου (Υπάτης) με την ονομασία Ζουπόζι. Η Δημογεροντία υπήρξε αρχαιότατος θεσμός, αλλά ενισχύθηκε κατά την τουρκοκρατία και έλαβε ουσιαστικό περιεxόμενο στις  υπόδoυλες επαρχίες, επειδή xρησίμευε στην αυτοδιοικητική εξυπηρέτηση του τόπου. Κάθε χωριό εξέλεγε, συνήθως, δυο ισόβιoυς δημογέροντες, οι οποίοι μία φορά το χρόνο μετέβαιναν στην έδρα της Δημογεροντίας, όπου, σε κοινή συνεδρίαση αποφάσιζαν για την κατανομή των φόρων, καθώς και για τη λύση διαφορών που αναφύονταν μεταξύ των συγχωριανών τους.
  
Ο θεσμός αυτός  διατηρήθηκε  και  κατά τη διάρκεια της  επανάστασης και μετά απ' αυτήν. Ο Καποδίστριας παραδέχθηκε το θεσμό της, μάλιστα δημιούργησε με νόμο και επαρχιακές Δημογεροντίες, αλλά όμως τον κατάργησε το 1830. Στη Δημογεροντία του Πατρατζικίου υπάγονταν: 1) Τα Βλαχοχώρια 2) Τα χωριά του Λιανοκλαδίου 3) Τα Βουκαία χωριά και 4)Τα δικά μας Πολιτοχώρια, που αναλυτικά ήταν: Μουτζουράκι (οικισμός απέναντι από τον Τυμφρηστό), Καψί (Μεγάλη, Μεσαία και Πέρα Κάψη), Μερκάδα, Μαυρίλλο, Περλευτό (Περίβλεπτo), Ζίμιανι (Δίκαστρο), Ζουπόσι (Ζιώψη), Poβoλιάρι, Κυδώνια- Τάτσι-Λέτα (άγνωστες περιοχές), Aσβέστης, Τσούκα, Βιτάλι (Βίτωλη), Σκορλιά - Κουκιά και Υποράχη (οικισμοί της Πτελέας), Λεύκα (Λευκάδα), Καστρίτι (Καστρί), Σοφό (Kαλύβια Γιαννιτσούς), Βαρυμπόπη (Μακρακώμη), Πλατύστομο και Λαβανίτσα (περιοχή Πλατυστόμου). Τα ονόματα είναι καταχωρημένα με την ίδια γραφή και ορθογραφία στο βιβλίo του Γάλλου περιηγητή Πoυκεβίλ: «Ταξίδι στην Ελλάδα, Στερεά Ελλάδα, Αττική, Κόρινθος».  Από το 1836, η Ζιώψη υπαγόταν στο Δήμο Τυμφρηστού και το 1912 με Διάταγμα ιδρύθηκε η αυτοτελής κοινότητα Ζιώψης, η οποία μετονομάσθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών το 1927 σε Ασπρόκαμπος, ύστερα από υπόδειξη των κατοίκων και επιθυμία της πολιτείας ν αλλάξει τα ξενικά ονόματα (δεν υπήρχε άλλο χωριό με την ίδια ονομασία).         

Πρόεδροι της Ζιώψης - Ασπρόκαμπου, περίπου κατά χρονολογική ακολουθία, τον τελευταίο αιώνα χρημάτισαν τουλάχιστον οι παρακάτω, που θυμήθηκαν οι γεροντότεροι: Καραγιάννης Γ. Ιωάννης, Κακογεώργος Γ. Κων/νος, Tσιαxρής Ι. Κων/νος, Καραγιάννης Λ. Κων/νος, Κυριακάκης Κων/νος, Υφαντής Χαρ. Βασίλειος, ο οποίος διατέλεσε και πάρεδρος, επί δημαρχίας Σιάνου, στο Δήμο Τυμφρηστού, Τσιαχρής Ι. Ανδρέας, Kαλύβας Ε. Δημήτριος, Αντωνόπουλος Χαρ, Γεώργιος (Χαραλαμπάκης), Kαλύβας Αθ. Περικλής, την αλληλογραφία του οποίου διεκπεραίωνε η γραμματιζούμενη σύζυγός του Αντιγόνη, Τόλιας Σπ. Ηλίας, Τσιμάρας Αλ. Ευάγγελος, Λιτόπουλος Κ. Ιωάννης, Καποτέλης Ε. Φώτιος, Καρκα-νόπουλος Κων. Λάμπρος, Αντωνόπουλος Δημ. Φώτιος και ο τελευταίος Καποτέλης Ε. Χρήστος.
Ο θεσμός αυτός  διατηρήθηκε  και  κατά τη διάρκεια της  επανάστασης και μετά απ' αυτήν. Ο Καποδίστριας παραδέχθηκε το θεσμό της, μάλιστα δημιούργησε με νόμο και επαρχιακές Δημογεροντίες, αλλά όμως τον κατάργησε το 1830. Στη Δημογεροντία του Πατρατζικίου υπάγονταν: 1) Τα Βλαχοχώρια 2) Τα χωριά του Λιανοκλαδίου 3) Τα Βουκαία χωριά και 4)Τα δικά μας Πολιτοχώρια, που αναλυτικά ήταν: Μουτζουράκι (οικισμός απέναντι από τον Τυμφρηστό), Καψί (Μεγάλη, Μεσαία και Πέρα Κάψη), Μερκάδα, Μαυρίλλο, Περλευτό (Περίβλεπτo), Ζίμιανι (Δίκαστρο), Ζουπόσι (Ζιώψη), Poβoλιάρι, Κυδώνια- Τάτσι-Λέτα (άγνωστες περιοχές), Aσβέστης, Τσούκα, Βιτάλι (Βίτωλη), Σκορλιά - Κουκιά και Υποράχη (οικισμοί της Πτελέας), Λεύκα (Λευκάδα), Καστρίτι (Καστρί), Σοφό (Kαλύβια Γιαννιτσούς), Βαρυμπόπη (Μακρακώμη), Πλατύστομο και Λαβανίτσα (περιοχή Πλατυστόμου). Τα ονόματα είναι καταχωρημένα με την ίδια γραφή και ορθογραφία στο βιβλίo του Γάλλου περιηγητή Πoυκεβίλ: «Ταξίδι στην Ελλάδα, Στερεά Ελλάδα, Αττική, Κόρινθος».  Από το 1836, η Ζιώψη υπαγόταν στο Δήμο Τυμφρηστού και το 1912 με Διάταγμα ιδρύθηκε η αυτοτελής κοινότητα Ζιώψης, η οποία μετονομάσθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών το 1927 σε Ασπρόκαμπος, ύστερα από υπόδειξη των κατοίκων και επιθυμία της πολιτείας ν αλλάξει τα ξενικά ονόματα (δεν υπήρχε άλλο χωριό με την ίδια ονομασία).                
Πρόεδροι της Ζιώψης - Ασπρόκαμπου, περίπου κατά χρονολογική ακολουθία, τον τελευταίο αιώνα χρημάτισαν τουλάχιστον οι παρακάτω, που θυμήθηκαν οι γεροντότεροι: Καραγιάννης Γ. Ιωάννης, Κακογεώργος Γ. Κων/νος, Tσιαxρής Ι. Κων/νος, Καραγιάννης Λ. Κων/νος, Κυριακάκης Κων/νος, Υφαντής Χαρ. Βασίλειος, ο οποίος διατέλεσε και πάρεδρος, επί δημαρχίας Σιάνου, στο Δήμο Τυμφρηστού, Τσιαχρής Ι. Ανδρέας, Kαλύβας Ε. Δημήτριος, Αντωνόπουλος Χαρ, Γεώργιος (Χαραλαμπάκης), Kαλύβας Αθ. Περικλής, την αλληλογραφία του οποίου διεκπεραίωνε η γραμματιζούμενη σύζυγός του Αντιγόνη, Τόλιας Σπ. Ηλίας, Τσιμάρας Αλ. Ευάγγελος, Λιτόπουλος Κ. Ιωάννης, Καποτέλης Ε. Φώτιος, Καρκα-νόπουλος Κων. Λάμπρος, Αντωνόπουλος Δημ. Φώτιος και ο τελευταίος Καποτέλης Ε. Χρήστος.

Το τέλος της Ζιώψης
Ένα σoβαρό μειονέκτημα που παρουσίαζε ο χώρος της Ζιώψης ήταν το ασταθές έδαφος, που αποδείχθηκε καταστροφικό. Σποραδικά, παρουσίαζε, άλλοτε μικρές και άλλοτε μεγαλύτερες, κατολισθήσεις, που προξενούσαν ζημιές στις κατοικίες και απειλή για τους κατοίκους και τα ζωντανά. Σήμερα, παρατηρώντας κανείς προσεκτικά τη διαμόρφωση του εδάφους, θα διαπιστώσει την κλιμακωτή κατωφέρειά του, που οφείλεται στις κατολισθήσεις. Παλιά, η επιφάνεια ήταν αρκετά επίπεδη. Επειδή, όμως, η σύσταση του εδάφους ήταν αργιλώδης και αστα-θής, διαποτιζόταν εύκολα από τις βρoxoπτώσεις και τα χιόνια, με συνέπεια να γλιστρούν οι επιφανειακές χωμάτινες μάζες στις βαθύτερες βραxώδεις. Τα φαινόμενα της κατολίσθησης ήταν τοπικά και επαναλαμβανόμενα. Οι κατά-στροφές και ο φόβoς οδήγησαν τους κατοίκους στη δημιουργία άλλων οικισμών. Το 1906 η βαρυxειμωνιά σκέπασε τα πάντα με πυκνό χιόνι. Το έδαφος επιβαρύνθηκε επικίνδυνα και στις 12 Δεκεμβρίoυ, ξημερώνοντας του Αγίου Σπυρίδωνα, συνέβη η καταστροφικότερη κατολίσθηση. Σπίτια ράγισαν και κατέρρευσαν. Το φαινόμενο επαναλήφθηκε δριμύτερο το 1927, οπότε και δόθηκε η χαριστική βoλή. Η Ζιώψη των 800 περίπου κατοίκων αποτελούσε, πια, παρελθόν.
Οι κάτοικοι, χτυπημένοι από τη μανία της φύσης, αναγκάστηκαν, σταδιακά, να αναζητήσουν στέγη σε στερεότερο έδαφος στα Ισιώματα και στο Νεοχωράκι, με τη βoήθεια της πολιτείας, επειδή η Ζιώψη χαρακτηρίσθηκε επίσημα κατολισθήσιμη. Ισιώματα ονομαζόταν, από την επίπεδη διαμόρφωσή της, η τοποθεσία του σημερινού Αη Γιώργη, όπου λειτουργούσαν χάνια (πανδοχεία),για τους περαστικούς. Η διάνοιξη του δρόμου από τη Λαμία προς το Καρπενήσι, δελέασε τις οικογένειες να εγκαταλείψουν την παλιά ισχυρή Ζιώψη και να εγκατασταθούν στα Ισιώματα, για αναζήτηση καλύτερης τύχης. Εδώ, εγκαταστάθηκαν σποραδικά και άλλες οικογένειες, από διάφορες περιοχές της πατρίδας μας, με τα γνωστά σημερινά τους επίθετα.
Ο νέος οικισμός στα Ισιώματα, με το διάταγμα της 30ης  Απριλίου 1919, αναγνωρίσθηκε επίσημα, πλέον, από την πολιτεία και ονομάσθηκε Άγιος Γεώργιος, συμπεριλαμβάνοντας, ως Κοινότητα, τελικά, και τους συνοικισμούς Νεοχωρακίου και Ασπρόκαμπου. 
Συγγραφέας του παρόντος σημειώματος: Ευθυμίου Τάκης, Δάσκαλος,
Διεύθυνση κατοικίας Μετσόβου 21 Λαμία, τηλ. 22310 45453,κιν. 6977386955
___________________________________
Επιτρέπεται η χρήση υλικού για ερευνητικούς, επιστημονικούς και παιδαγωγικούς σκοπούς από το παρόνσημείωμα, με την προϋπόθεση να αναφέρεται ρητά η πηγή.